Aνήμερα της 28ης Οκτωβρίου βρέθηκα στο πατρικό μου σπίτι στη Σύρο, όπου κατοικεί η ανάπηρη 92άχρονη μάνα μου. Παρότι βρίσκεται καθηλωμένη στο κρεβάτι και στην αναπηρική καρέκλα, η μνήμη της είναι συναρπαστική.
Της ζήτησα να ξαναζωντανέψει εκείνη την εποχή στο μυαλό της. Άρχισε να μου διηγείται πολλά περιστατικά και σχεδόν δακρυσμένος την άκουγα χωρίς να τη διακόπτω. Η μητέρα μου το 1940 ήταν επτά ετών. Οι εικόνες όμως και τα συναισθήματα των μαύρων εκείνων καιρών της έχουν αφήσει βαθύ αποτύπωμα.
Μετά τη συνθηκολόγηση τον Απρίλιο του 1941 το νησί πέρασε στην κατοχή των ιταλικών στρατευμάτων. Η βρετανική αεροπορία βομβάρδιζε ανά τακτά χρονικά διαστήματα στρατιωτικούς στόχους στη Σύρο. Υπήρξαν όμως και μεγάλες αστοχίες, με αποτέλεσμα οι Συριανοί να θρηνήσουν αρκετούς άμαχους συμπολίτες τους.
Το πρώτο που θυμήθηκε ήταν ένα τραγουδάκι που είχε σκαρώσει η λαϊκή μούσα για να εξυμνήσει τα κατορθώματα των Βρετανών πιλότων.
«Να τονε και κατεβαίνει από την Φανερωμένη
και του ρίχνουνε
μα δεν τον βρίσκουνε.
Κάθε βράδυ στις οκτώ η ώρα κατεβαίνει
από την Χώρα και του ρίχνουνε
μα δεν τον βρίσκουνε.
Γεια σου, Τζίμη παλικάρι,
που εβούλιαξες την Βάρη
και του ρίχνουνε
μα δεν τον βρίσκουνε»
Θυμήθηκε άλλη μια φορά τη μέρα που βομβάρδιζαν το λιμάνι και εκείνη είχε ανέβει στην ταράτσα, χωρίς να την πάρει είδηση κανείς, για να δει τ’ αεροπλάνα. Φώναξε στη γιαγιά μου: «Μαμά, έλα γρήγορα να δεις. Ένα αεροπλάνο ρίχνει αεροπλανάκια!». Έβλεπε τις βόμβες σαν μικρά αεροπλάνα. Σαν το αεροπλάνο να είχε ανοίξει την κοιλιά του και να γεννούσε.
Έντρομη η γιαγιά μου πρόλαβε και την κατέβασε από την ταράτσα. Μαζί με τα άλλα τρία της παιδιά κλείστηκαν στο πλυσταριό που βρισκόταν στο υπόγειο του σπιτιού. Εκείνη την ημέρα η συνοικία της Νεάπολης και του Αγίου Γεωργίου θρήνησε αρκετά θύματα από τις άστοχες ρίψεις των πιλότων.