Μου αρέσει να διηγούμαι πώς ήρθε η έμπνευση για να γράψω μια νουβέλα ή ένα διήγημα. Πώς μια ξαφνική λάμψη, ένας βώλος από λάσπη, που από μακριά μου φάνηκε σαν πουλί καθισμένο στη μέση του δρόμου, η χροιά της φωνής ενός ηθοποιού σε μια παράσταση, μια κίνηση, ένα βλέμμα, μια συμπεριφορά, μια ιστορία που άκουσα ξεκίνησαν μέσα μου μια δική μου ιστορία. Θα σας πω λοιπόν πώς γράφτηκαν οι δέκα ιστορίες της ολιγοσέλιδης συλλογής διηγημάτων Αινίγματα.
Μου αρέσουν πολύ οι ιστορίες μεταφυσικού τρόμου. Φαντάσματα, βρικόλακες, ζόμπι, μετακινήσεις στον χρόνο… Δεν μπορώ να αντισταθώ σε μια ταινία τρόμου, ακόμη κι αν πρόκειται για κακογυρισμένο b-movie. Αντιθέτως σιχαίνομαι τα splatters. Παρακολουθώ μερικές ιστοσελίδες στο διαδίκτυο που ασχολούνται με την τέχνη του είδους, που δεν την θεωρώ περιθωριακή. Έχει δώσει άλλωστε αριστουργήματα, όπως ο Φρανκενστάιν της Μέρι Σέλεϊ.
Έτσι μια καλοκαιρινή μέρα του 2019 διάβασα σε μια τέτοια ιστοσελίδα για έναν διαγωνισμό διηγήματος με θέμα πρόσωπα του μύθου ή της ιστορίας. Μπήκα στον πειρασμό να πάρω μέρος.
Το πρώτο πρόσωπο που σκέφτηκα ήταν ο Τιθωνός, που η ιστορία του με μάγευε από τα εφηβικά μου χρόνια. Ο όμορφος νεαρός που τον ερωτεύεται η Ηώ, η θεά του πρωινού φωτός, τον κάνει άντρα της και ζητάει από τον Δία να του χαρίσει αιώνια ζωή, αλλά ξεχνά να του γυρέψει αιώνια νιάτα.
Ο φτωχός Τιθωνός γερνά αδιάκοπα. Τα χρόνια και οι αρρώστιες τον ζορίζουν. Υποφέρει και δεν υπάρχει καν η παρηγοριά του θανάτου. Γι’ αυτό παρακαλεί τον Δία, ο ίδιος πια, να του χαρίσει τη λύτρωση του τέλους. Ο Δίας, που καταλαβαίνει πως η απρονοησία της κόρης του ευθύνεται για το κακό, τον μεταμορφώνει σε τζιτζίκι. Τον είδα να περπατά σε έναν ατέλειωτο δρόμο κάτω από έναν ανελέητο ήλιο, να σέρνει το υπέργηρο κορμί του με κόπο, με μόνη την ελπίδα να συναντήσει τον θάνατο.