Θυμάμαι ότι είχα γκρινιάξει αρκετά για τα συγκεκριμένα ρούχα: το πουλόβερ με τους θυρεούς και το παντζαρί παντελόνι, τη δυσάρεστη αίσθηση από το σκληρό ύφασμα του οποίου σαν να αισθάνομαι ακόμη. Ήταν όμως τα 80s…
Και αυτή είναι η μοναδική αναμνηστική φωτογραφία που υπάρχει από μια εκδήλωση η οποία πραγματοποιήθηκε στη μεγάλη αίθουσα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Καβάλας (μάλλον το 1989). Ο κύριος με το γκρι τουίντ σακάκι και την κόκκινη –διάστικτη με ένας-θεός-ξέρει-τι σχέδια– γραβάτα δεν θυμάμαι ποιος είναι, αλλά μου χαρίζει Το Αιγαίο στις φλόγες του Ιουλίου Βερν, επιβραβεύοντας το ότι την προηγούμενη χρονιά είχα δανειστεί τον μεγαλύτερο αριθμό βιβλίων στη γειτονιά από την υπέροχη κινητή βιβλιοθήκη που ερχόταν κάθε δυο εβδομάδες και παρκάριζε κάτω από την εκκλησία του Αγίου Αθανασίου, λίγο παραπέρα από το 9ο Δημοτικό Σχολείο.
Αυτή η κινητή βιβλιοθήκη ήταν ένα όνειρο σε τροχούς. Καλύτερη από ζαχαροπλαστείο που μοιράζει δωρεάν γλυκά, καλύτερη από παιχνιδάδικο. Θυμάμαι ακόμη το χαμόγελο της Εύης, της βιβλιοθηκάριου, που σημείωνε στη ροζ καρτούλα με τα στοιχεία μου πόσα βιβλία είχα δανειστεί και πότε έπρεπε να τα επιστρέψω.
Τρέχοντας πήγαινα σε αυτή και κουβαλώντας έφευγα· και ύστερα βυθιζόμουν σε ένα σωρό διαφορετικούς κόσμους, ευτυχισμένος, ελεύθερος, πολλαπλασιασμένος, και περιπλανιόμουν με λαχτάρα σε ένα πλήθος από ζωές, επιλεγμένες από τα μεταλλικά ράφια ενός φορτηγού που είχε μετατραπεί σε βιβλιοθήκη για εκείνους που έμεναν εκτός του κέντρου της πόλης. Και εμείς ήμασταν έκκεντροι.
Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια και ακόμη περισσότερα βιβλία. Ο άνθρωπος που ξεκινάει να διαβάζει ένα βιβλίο δεν είναι σχεδόν ποτέ ίδιος με αυτόν που το τελειώνει και η ανάγνωση έχει έναν σωρό, αθέατους συνήθως, τρόπους να σε αλλάζει ή να σε βοηθάει, σελίδα σελίδα και βήμα βήμα, να πηγαίνεις πιο πέρα, μέχρι να φτάσεις εκεί που αισθάνεσαι ότι ανήκεις· εκεί που μπορείς να είσαι ο εαυτός σου.