Τα θυμάμαι όλα. Ήταν 8 του Γενάρη του 1991 και οι νταήδες, Μαραγκός και σία, εκείνο το πρωινό ήταν έξω από το σχολείο μας, παριστάνοντας τους «αγανακτισμένους γονείς».
Κάποιοι ελάχιστοι καθηγητές και ο γυμνασιάρχης Παπαθεοδώρου παρίσταναν πως μας έπαιρναν απουσίες στα καπό των παρκαρισμένων αυτοκινήτων. Τους βλέπαμε από την ταράτσα του σχολείου και τραγουδούσαμε: «Έχε τον νου σου στο παιδί». Η πλειονότητα ήταν μαζί μας. Γονείς και καθηγητές. Θυμάμαι τους ψιθύρους και τις απειλές για τις ανακαταλήψεις. Δεν μας ένοιαζε.
Φύγαμε το απόγευμα και έμειναν πίσω τα παιδιά του λυκείου για τη διανυκτέρευση. Το τηλέφωνο χτύπησε τέσσερις πέντε ώρες αργότερα. Ο θείος μου, που περνούσε τυχαία έξω από το νοσοκομείο του Αγίου Ανδρέα, είδε κόσμο συγκεντρωμένο. Προσπάθησε να μάθει. «Κάτι έγινε στο σχολείο σου, Ελισάβετ. Λένε ότι χτύπησαν έναν καθηγητή. Χαροπαλεύει. Χτύπησαν και τα παιδιά που ήταν μέσα» μου είπε.
«Ποιοι;» ρώτησα. «Οι τραμπούκοι της ΟΝΝΕΔ». Ήταν αυτοί που το πρωί μας απειλούσαν και το έπαιζαν δήθεν αγανακτισμένοι γονείς. Αυτοί που με τις ευλογίες Τάγαρη και Νικολόπουλου ξεκίνησαν τότε τις ανακαταλήψεις. Οι χρυσαυγίτες της εποχής μας.
Πήρα αμέσως τηλέφωνο τον καλό μου φίλο Παναγιώτη. Δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Από ποιον να μάθουμε ποιοι είχαν χτυπηθεί; Ποιος καθηγητής ήταν; Όλα ήταν συγκεχυμένα. Δώσαμε ραντεβού στο σχολείο στις επτά το πρωί της επόμενης ημέρας. Πήγαμε και ήμασταν λίγοι εκείνη την ώρα.
Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα από τα αίματα και την εγκεφαλική ουσία που αντίκρισα κοντά στην εξώπορτα του σχολείου. Δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε τα δάκρυά μας. Το πρώτο που σκεφτήκαμε ήταν να κουβαλήσουμε ένα θρανίο και να το βάλουμε εκεί έτσι ώστε να μην πατηθεί. Ήρθαν και τα παιδιά του λυκείου με τους επιδέσμους στα χέρια, στους καρπούς, από τα ξυραφάκια των νταήδων που τα έκρυβαν μες στα νεράτζια. Μας διηγήθηκαν όσα έγιναν το προηγούμενο βράδυ.