Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια –όπου η μόλις τριμελής (τότε) οικογένειά μας ζούσε σε έναν πλασματικό παράδεισο παροικιακής αδράνειας και μεταποικιακού άλγους–, βρέθηκα μόνιμος κάτοικος Αθηνών το 1970, μαθητής πια της Α΄ δημοτικού.
Στα μάτια μας η Αθήνα της εποχής φαινόταν κάπως επαρχιώτικη, περιθωριακή και σίγουρα όχι τόσο όμορφη όσο η αγαπημένη μας Ισκαντερία. Στα μάτια των Αθηναίων ήμασταν οι ξένοι και οι παρείσακτοι, οι περίεργοι ελληνόφωνοι με την ξενική προφορά και το επιτηδευμένο (ή ανοίκειο) λεξιλόγιο.
«Είμεθα εξ Αιγύπτου» ήταν η μόνιμη επωδός που πρόφεραν οι γονείς μου σε περίεργες μπακάλισσες και αδιάκριτους ταχυδρόμους ως δικαιολογία, αλλά και επίκληση μιας κάποιας ανωτερότητας ταυτόχρονα. Συχνές οι παρεξηγήσεις και το αίσθημα του ξεριζωμού διαρκές.
Και φτάνουμε στα πρώτα μας Χριστούγεννα στην καινούργια μας πόλη, στο νέο μας σπίτι, ένα μικρό ενοικιαζόμενο διαμέρισμα σε μια πολυκατοικία στον Υμηττό, λίγο πιο πάνω από το γήπεδο του Αμύντα. Από την Αλεξάνδρεια έχουμε φέρει μαζί με τόσα άλλα και τα χριστουγεννιάτικα στολίδια για δέντρο και φάτνη. Μόνο που το αλεξανδρινό φυσικό μας δέντρο έπρεπε τώρα να αντικατασταθεί από ένα πλαστικό, λυόμενο δεντράκι με συρμάτινα κλαδιά καρφωμένα σε έναν κορμό που έμοιαζε απελπιστικά με σκουπόξυλο βαμμένο πράσινο με λαδομπογιά.
Αγοράσαμε όμως δεσμίδα λαμπιόνια – μαργαρίτες που αναβόσβηναν και έξι μεγάλες, διαφανείς μπάλες ζωγραφισμένες μάλλον στο χέρι, με περίτεχνα λουλούδια. Αυτές ήταν σετ και όπως συμβάδιζαν πλέον με τη νέα εποχή (σε αντίθεση με τις παλιές, τις αλεξανδρινές, που μύριζαν δεκαετία του ’50), έδιναν ξαφνικά στο ταπεινό μας δεντράκι μια αίσθηση από σέβεντιζ και στην οικογένεια των νεαρών ακόμη τότε γονιών μου τη διαβεβαίωση ότι δεν θα παραμέναμε για πολύ ακόμη «εξ Αιγύπτου».