Με την ευκαιρία της έκθεσης (Ανα) πλάθοντας χώρους ζωής και ιστορίας, που παρουσιάζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων και είναι αφιερωμένη στον πατέρα μου Βασίλη Χαρίση, θα αναφερθώ στη σχέση του με τη Δωδώνη την οποία πρωτογνώρισε πολύ νέος και έκτοτε σκεφτόταν ολοζωής.
Μου εξιστορούσε συχνά –πάντα με διακριτική νοσταλγία– πως στη Δωδώνη βρέθηκε αρχικά ως φοιτητής της Αρχιτεκτονικής. Τον είχε προσκαλέσει ο καθηγητής του Δημήτριος Ευαγγελίδης για να σχεδιάσει τα ευρήματα. Αργότερα, μετά τη συνταξιοδότηση του Ευαγγελίδη, ξαναβρέθηκε εκεί ως αρχιτέκτονας ανασκαφής, όταν επικεφαλής ανέλαβε ο αρχαιολόγος Σωτήριος Δάκαρης. Τότε σχεδίασε τις γνωστές αναπαραστάσεις της «ιερής οικίας». Εν συνεχεία του ανατέθηκε και η αναστήλωση του αρχαίου θεάτρου.
Μια από τις συναρπαστικότερες μέρες της ζωής του, μου έλεγε, ήταν όταν είδε στην ορχήστρα του θεάτρου να παίζουν μεγάλοι ηθοποιοί και το κοίλον να είναι γεμάτο θεατές που έφταναν εκεί με κάθε μέσο, ακόμη και με γαϊδουράκια.
Μου διηγούνταν επίσης τις επιστημονικές διαφωνίες, τις «αξέχαστες συγκρούσεις», όπως έλεγε, που είχε με τον «άκαμπτο» και «παθιασμένο» Σωτήρη Δάκαρη, βοηθό ακόμη του Ευαγγελίδη. Ο τελευταίος, «φιλικός με όλους» και «στοχαστικός», παρακολουθούσε συνήθως χωρίς να επεμβαίνει.
Με τον Δάκαρη ο πατέρας μου διατήρησε φιλικότατες σχέσεις. Το διαπίστωσα και προσωπικά στις επισκέψεις μας κάποια μεσημέρια στην ανασκαφή του πρώτου στην αρχαία Κασσώπη, όπου μοιραζόμασταν, στη σκιά μιας δρυός και υπό τον ήχο των τζιτζικιών, γνώσεις και απόψεις μαζί με ψωμί, τυρί και ντομάτα.
Ενστάσεις ο πατέρας μου είχε και για μερικά από τα επιστημονικά συμπεράσματα των ανασκαφέων που διαδέχτηκαν στη Δωδώνη τον Δάκαρη. Η Δωδώνη ήταν ένας τόπος φετίχ για τον πατέρα μου, ένα desideratum. Προσπαθούσε επίμονα να ψαύσει το νόημά του και να το κοινωνήσει με επανειλημμένες μελέτες με τις οποίες ανασκεύαζε παλαιότερες, ακόμη και δικές του καμιά φορά, θεωρίες. Τις μελέτες αυτές τις συγκέντρωσε στο βιβλίο του Δωδώνη. Αρχιτεκτονικά μελετήματα.