Θα θυμάμαι τον Πέτρο Θέμελη βραδάκι, στο Ρέθυμνο, περιστοιχισμένο από φοιτητές, για μια ρακή.
Να ξεναγεί στην Ελεύθερνα, στον τομέα που ανέσκαπτε ο ίδιος, να περιγράφει τον χώρο αγκαλιάζοντάς τον με μεγάλες χειρονομίες, σαν να τον έβλεπε γεμάτο ζωή.
Θα τον θυμάμαι ακόμη στις αποθήκες του Αρχαιολογικού Μουσείου Ρεθύμνου να μιλάει με τους φοιτητές της ανασκαφής, να εξηγεί, να κάνει μάθημα από το οποίο επωφελούμουν κι εγώ, νεαρή αρχαιολόγος της υπηρεσίας τότε, να παροτρύνει τα παιδιά να ψάξουν ανάλογα αντικείμενα σε κάποιο κουτί, γιατί θυμόταν πως υπήρχε κάτι παρόμοιο από την τομή τάδε…
Και στο σπίτι της ανασκαφής τον θυμάμαι, να κοιτάζει κάθε πλυμένη ομάδα. Τον θυμάμαι να μου λέει «α, να έρθεις πάλι στη Μεσσήνη. Δεν θα τη γνωρίσεις τώρα. Έχει μεγαλώσει». Με μάτια λαμπερά.
Τον θυμάμαι στο γραφείο του, όταν πήγαμε με μια ομάδα παιδιών από τις Μαργαρίτες Μυλοποτάμου, ένα σημαντικό κέντρο της νεότερης αγγειοπλαστικής παραγωγής, για να του πούμε να κάνουμε μια σειρά συνεδρίων με θέμα τα εργαστήρια εκτός των τειχών του Ρεθύμνου. Παράτολμο σχέδιο, αλλά σημαντικό εκπαιδευτικό σχέδιο για την αυτογνωσία των κατοίκων της περιοχής.
Συμφώνησε αμέσως με ενθουσιασμό και χρησιμοποίησε τις γνωριμίες του για να γίνει αυτό το συνέδριο διεθνές. Και το πρώτο για την κεραμική και το δεύτερο για το γυαλί. Και δούλεψε πολύ, με εμπιστοσύνη και χαρά.
Θα τον θυμάμαι το 2009, τη βραδιά που πέθανε η Μπέττυ Ψαροπούλου αφήνοντας ορφανό το Κέντρο Μελέτης Νεώτερης Κεραμεικής, όταν του είπα «δεν μπορώ, κύριε Θέμελη, να γράφω νεκρολογίες για μια γυναίκα τόσο ζωντανή. Θέλω να κάνω κάτι δυναμικό. Σκέφτομαι να στείλω ένα γράμμα στα μουσεία του Ιστορικού Κέντρου για να φτιάξουμε ένα δίκτυο». Συμφώνησε μ’ ένα γελάκι. «Καλό θα είναι αυτό» μου είπε.
Θα τον θυμάμαι στο γραφείο του κάθε μεσημέρι απαρέγκλιτα να μελετά. «Τώρα ασχολούμαι με τα ακρόπρωρα, ξέρεις. Και ζωγραφίζω γοργόνες. Με ξεκουράζει».