Να πάμε κι απ’ τα χάνια, να δω και τις κατσαρόλες με τις πατάτες». Στον Φλοίσβο στα Γιάννενα έχει Καραγκιόζη. Μάλιστα παίζει ο Ρήγας. Παρακολουθώ καθισμένη σ’ εκείνες τις καρέκλες τις τυλιγμένες με το πράσινο, μπλε ή κίτρινο καλώδιο. Στο διάλειμμα μαζεύω κόκκινα, κίτρινα και πράσινα καπάκια από μπίρες και αναψυκτικά. Είναι και η Κούλα εκεί που πουλάει καλαμπόκια και γλειφιτζούρια κοκοράκι.
Ο μπαμπάς μου παίρνει ένα. Κατεβαίνουμε να δούμε τα καραβάκια που πηγαίνουν πέρα δώθε στο Νησάκι, αυτό που δεν έχει όνομα. Περπατάμε μες στην ομίχλη, παραλιμνίως. Φτάνουμε στην Κυρα-Φροσύνη. Εκεί είναι καλύτερα γιατί κάθεσαι ακριβώς δίπλα στη λίμνη. Κι εκεί χαλίκι έχει κάτω και ψάχνω πάλι για καπάκια. Δεν έχει και πολλά εδώ. Δεν έρχεται τόσος κόσμος. Συνεχίζουμε.
Καθόμαστε στο Δώδεκα, δώδεκα μέτρα η λίμνη, το πιο βαθύ σημείο. Πηχτή η λίμνη και πηχτοί οι θρύλοι της. Ένα μεταίχμιο, μια προβλήτα. Καλό μέρος για ψάρεμα, μόνο μην πιάσεις τις ψυχές. Πιο κει;
Πιο κει δεν πάμε. Να γυρίσουμε. Όχι, να πάμε. Πιο κει είναι τα Ναυτάκια το πρωί και το βράδυ η Νέα Υόρκη. Η Νέα Υόρκη; Πάμε. Στα Ναυτάκια με τη λεμονάδα η κυρία λέει: «Αχ, παιδάκι μου, 40 χρόνια είμαι εδώ. Να τα μετρήσεις κουράζεσαι, όχι να τα ζήσεις. Ένα κοριτσάκι έχετε; Να σας ζήσει».
Πιο κει τα χάνια, τα βυρσοδεψεία και ύστερα η γύρα. Με το ποδήλατο η γύρα να είναι μέρα, όχι τώρα. Γύρω γύρω η λίμνη. Αυτή είναι η γη, στρογγυλή κι επίπεδη. Αυτός είναι ο κόσμος και απ’ το βουνό παραπέρα δεν έχει. Τίποτε δεν έχει.