Γιάννινα 1932. Το αγοράκι που χαμογελάει στον φακό είναι ο Μίκης Θεοδωράκης. Δίπλα ο πατέρας του Γιώργος, γενικός διοικητής Ηπείρου, διορισμένος από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο.
Στις τρεις πρώτες τάξεις του δημοτικού ο Μίκης ήταν μαθητής στην Καπλάνειο. Είχε δασκάλα την Αγλαΐα Δεβέκου-Χουλιάρα. Τριάντα χρόνια αργότερα ήμουν κι εγώ μαθητής στο ίδιο σχολείο και είχα την ίδια δασκάλα. Την κυρία Αγλαΐα. Η οποία μου χάρισε ένα ξύλινο αριθμητήριο με μεγάλες πολύχρωμες χάντρες για να μάθω πρόσθεση και αφαίρεση.
Ο Μίκης όμως –τότε τον φώναζαν Μιχαλάκη– είχε πολύ πιο ενδιαφέρουσες αναμνήσεις από τη δασκάλα μας. Τους έβαλε μια μέρα να γράψουν έκθεση με θέμα τους κομμουνιστές! Ήταν η εποχή του ιδιώνυμου και των πρώτων διώξεων κατά των κομμουνιστών. Φαίνεται πως οι δάσκαλοι είχαν εντολή να κάνουν στα σχολεία διαφώτιση.
Ρωτάει λοιπόν ο Μίκης τη μητέρα του τι είναι οι κομμουνιστές.
– Δεν ξέρω, παιδί μου.
– Είναι καλοί ή κακοί;
– Νομίζω κακοί.
– Μήπως είναι σαν τους Εβραίους που βάζουν τα παιδάκια μέσα σε βαρέλια με καρφιά και τα πετάνε στη λίμνη;
– Ίσως.
Τον φοβέριζαν με αυτό το παραμύθι για να μην πλησιάζει μόνος του στη λίμνη και πέσει μέσα.
Τα γράφει λοιπόν αυτά τα παλαβά ο Μίκης στην έκθεση και τη διαβάζει στην τάξη. Μόλις φτάνει στο σημείο με τους Εβραίους, τα παιδάκια και τα βαρέλια με τα καρφιά, η κυρία Αγλαΐα τον σταματάει:
– Αρκετά, παιδί μου Μιχαλάκη. Μη συνεχίζεις. Καταλάβαμε.