Παρασκευή βράδυ, 24 Μαρτίου. Είχε έρθει το βράδυ ένα υδροπλάνο και προσγειώθηκε στη λίμνη. Κι έτρεχαν, θυμάμαι, όλος ο κόσμος να το δουν. Κι εμένα δεν με άφησε η μαμά μου να πάω. «Τι γυρεύεις εσύ κορίτσι πράγμα να πηγαίνεις σε τέτοια πράγματα;». Δεν με άφησε. Ήμουν 19 χρόνων. Μέχρι τότε δεν είχαμε κανένα σημάδι κακό. Αυτό το υδροπλάνο είχε φέρει τη διαταγή να μας διώξουν.
Την άλλη μέρα, 25 Μαρτίου του ’44, ήταν Σάββατο πρωί. Ξυπνήσαμε κι ακούμε φωνές. Φωνές απ’ τ’ άλλα σπίτια. Έως να συνέλθουμε απ’ τον ύπνο να δούμε τι συμβαίνει, ακούμε χτυπήματα και στη δική μας πόρτα. Ήταν κι απ’ την αστυνομία… Έλληνες. Τι να ’καναν; Τους πήραν οι Γερμανοί. Αυτοί δεν ήξεραν να μας μιλήσουν.
Ανοίγει ο πατέρας μου την πόρτα. «Τι είναι» λέει, «τι συμβαίνει;». «Γρήγορα» του λέει, «σε μισή ώρα σας διώχνουν οι Γερμανοί. Μαζέψτε τι θα πάρετε και θα φύγετε». Ο αδελφός μου ήταν πολύ θαρραλέος. «Μην τα χάνετε, μην κλαίτε. Δεν είναι ώρα για κλάματα. Μάστε τίποτα σκεπάσματα, τίποτα ρούχα. Τι καταλαβαίνετε εσείς οι γυναίκες που θα χρειαστείτε».
Ο πατέρας μου είχε τ’ αυγά για το Πάσχα. Κόντευε το Πάσχα. Κι ήταν άβραστα. Γέμισε τη στάχτη στο μαγκάλι με πετρέλαιο, τ’ άναψε, τα πήρε και τα ’ριξε σε μια κατσαρόλα και τα ’βρασε. Ο άλλος ο αδελφός μου ο Γκέλης πήρε τις ματσόθ (άζυμο ψωμί) που ’χαμε φυλαγμένες και τις έτριψε. Και τις έβαλε και στις μαξιλαροθήκες για να πάρουμε. Πήρε και το φαγητό από το Σαμπάθ.
Εγώ ήμαν μικρή. Τα ’χα χάσει. Ετοίμασα τίποτα ρούχα με τη μητέρα μου, αυτά τα πανιά που χρειαζόμαστε για την περίοδο, λίγα ασπρόρουχα, καμιά κουβέρτα. Ό,τι μπορέσαμε. Και τα δέσαμε μπόγο. Σε μισή ώρα ήμασταν έτοιμη όλη η οικογένεια. Φύγαμε απ’ το σπίτι.