Ανοιξη του 2021. Δουλεύω πάνω σε ένα από τα πολλά draft του σεναρίου, όταν νιώθω την ανάγκη από την ιστορία η ταινία να έχει ως μουσική επένδυση ένα πάντρεμα παραδοσιακής μουσικής και σύγχρονων ήχων. Τότε, μετά από παρότρυνση του φίλου και συνεργάτη μου Παύλου Ιορδανόπουλου, ακούω τη μουσική του Κωσταντή Πιστιόλη, πολυοργανίστα και μουσικού συνθέτη.
Τον Κωσταντή τον γνώριζα ως μουσικό που έπαιζε με τους VIC, τον Γιάννη Χαρούλη, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Δεν ήξερα ότι έγραφε και δική του μουσική. Την ακούω και παθαίνω πλάκα. Ήταν ο ήχος της ταινίας. Τον συναντώ.
Έχουμε από την αρχή πολύ ωραία επαφή και του αρέσει η ιδέα της συμμετοχής του στην ταινία. Αρχίζουμε να συναντιόμαστε συχνά και να συζητάμε. Διαβάζουμε το σενάριο, συζητάμε την ιστορία, του δείχνω σε φωτογραφίες ποιοι θα είναι οι πρωταγωνιστές και ποια θα είναι τα locations.
Πηγαίνω στο σπίτι που μένει, το οποίο είναι το πατρικό του και τυχαίνει να είναι πολύ κοντά στο δικό μου πατρικό. Μπαίνω στο δωμάτιο που πλέον έχει διαμορφώσει σε μικρό studio. Ήταν το παιδικό του δωμάτιο. Τα παιδικά του παιχνίδια έχουν αντικατασταθεί από τα καινούργια του «παιχνίδια». Κλαρίνα (πολλά κλαρίνα), γκάιντες, παραδοσιακά κρουστά, έγχορδα διάφορα, πλήκτρα, αλλά και μερικά όργανα δικής του έμπνευσης και κατασκευής.
Ξεκινά να παίζει με την ορμή, την όρεξη και τη δοτικότητα ενός παιδιού. Δοκιμάζουμε τον ήχο από το ένα κλαρίνο, δοκιμάζουμε από το άλλο κλαρίνο, δοκιμάζουμε από ένα πνευστό από την Αυστραλία. Πιάνει το ένα όργανο, αφήνει το άλλο. Αυτό το όργανο μπορεί να ταιριάζει σε αυτήν τη σκηνή, το άλλο όργανο μπορεί να ταιριάζει στην άλλη. Δοκιμάζουμε και ένα άλλο μυστήριο αυτοσχέδιο όργανο που κάνει κάποιους ιδιαίτερους ήχους.
Φεύγω από την πρώτη εκείνη φορά με ένα σωρό ήχους στο κεφάλι μου και σκέφτομαι τι απίθανη τύχη!