Δεν πίστευα και δεν πιστεύω στις δεισιδαιμονίες… Τον Σεπτέμβριο του 1996 μου ζητήθηκε από τη διεύθυνση της 9ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων (ΕΒΑ) με έδρα τη Θεσσαλονίκη, όπου υπηρετούσα, να κάνω καταγραφή της κατάστασης του ψηφιδωτού της αψίδας που βρίσκεται πάνω από το ιερό στην Αγία Σοφία.
Ξεκίνησα με τον αγαπητό μου συνάδελφο Νίκο Πιτσαλίδη –ψυχούλα ο Νικολάκης– με απερίγραπτη συγκίνηση που για πρώτη φορά θα ανέβαινα σε ένα τέτοιο ιστορικό καμπαναριό. Από εκεί ήταν η μοναδική πρόσβαση για να φτάσουμε στο επίπεδο εργασίας της σκαλωσιάς, της οποίας την κατασκευή είχε φροντίσει η υπηρεσία με την επίβλεψη μηχανικού.
Αμέσως μετά θα ακολουθούσε η μελέτη και η εγκατάσταση αυτόνομου ηλεκτρολογικού πίνακα από ηλεκτρολόγο της υπηρεσίας. Την είσοδο στη Αγία Σοφία μας άνοιξε ένας παράξενος νεωκόρος ονόματι Γιάννης. Μας συστήθηκε ως προϊστάμενος των νεωκόρων του ιερού ναού. Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων πάντως ήταν μεγάλος κουτσομπόλης.
Η κυκλική λίθινη σκάλα με τις μαρμάρινες προσθήκες διαφορετικών εποχών –στην οποία άλλοτε ανέβαιναν επίσκοποι, ιερείς και διάκοι– ήταν εντυπωσιακή. Για αρκετά χρόνια από την ίδια σκάλα ανέβαινε στα υπερώα και πλήθος γυναικών για να παρακολουθήσουν ευλαβικά τη θεία λειτουργία.
Ο μικρόσωμος και ευκίνητος συνάδελφος έφτασε πιο γρήγορα από μένα στο υπερώο. Με καλούσε με ενθουσιασμό να ανέβω γρήγορα. Λες κι εγώ θα εμένα στη σκάλα του καμπαναριού.
Είχε δίκιο όμως. Φτάνοντας αντίκρισα μεγάλο αριθμό από μεταβυζαντινά πιθάρια, καθαρισμένα και τοποθετημένα προσεκτικά, αριστερά και στο κέντρο, αφήνοντας μια διάβαση για μετακινήσεις. Οι αρχαιολόγοι είχαν τελειώσει τις δικές τους εργασίες και την καταγραφή. Τα πιθάρια έμειναν να περιμένουν υπομονετικά τη μεταφορά τους στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού.
Στο βάθος, ανατολικά στο υπερώο, μας περίμενε μια ράμπα με δυο ξύλινα μαδέρια, με κλίση 45 μοιρών και μεταλλική κουπαστή. Ήταν το μόνο δύσκολο σημείο στη μετάβαση προς το επίπεδο εργασίας.