Η ιστορία αυτή με κυνηγάει. Υπάρχουν κάποιοι λόγοι –αυτός είναι ο ένας– οι οποίοι με κάνουν να πιστεύω ότι έχουμε μείνει πολύ πίσω. Θα θίξω ένα ζήτημα που απασχολεί πάρα πολλά κορίτσια, ένα θέμα από το οποίο εξαρτάται όλη τους η ζωή. Μιλάω για την πρώτη σεξουαλική επαφή στα Ρομά.
Είχα μια σχέση στο γυμνάσιο με έναν νεαρό, Ρομά κι αυτός. Ήμασταν μαζί περίπου δυόμισι χρόνια. Δεν είχαμε ολοκληρώσει τη σχέση μας. Όμως η γειτονιά άρχισε και σχολίαζε ότι δεν με είχε αποκαταστήσει. Ο περίγυρος είχε δημιουργήσει αρνητικό κλίμα.
Εμένα με είχε μεγαλώσει η μητέρα μου μόνη της, γιατί ο πατέρας μου μας είχε εγκαταλείψει από πολύ μικρή ηλικία. Πιέστηκε και θεώρησε κι αυτή πως θα έπρεπε αυτό το παιδί να με αποκαταστήσει. Εγώ τότε ήμουνα πολύ μικρή για να καταλάβω ότι στην πραγματικότητα δεν ήθελα να παντρευτώ. Ήμουν απλώς ερωτευμένη. Και δέχτηκα. Αρραβωνιαστήκαμε, ολοκληρώθηκε η σχέση μας, οπότε ήταν πια ο «άντρας μου».
Από τη στιγμή όμως που ολοκληρώσαμε τη σχέση μας μου έδειξε ποιος πραγματικά είναι: με ζήλευε παθολογικά, δεν με άφηνε να πηγαίνω ούτε στο απέναντι περίπτερο χωρίς την άδειά του ούτε στη μητέρα μου. Με έκλεισε στο σπίτι. Όλα αυτά μαζί με ξυλοδαρμό, με ψυχική κακοποίηση, με ύβρεις.
Ήμουν 16 χρόνων. Δεν ήξερα πώς να το διαχειριστώ. Και το μόνο που άκουγα από τους γονείς του, με τους οποίους ζούσαμε όλοι μαζί, ήταν «άντρας σου είναι, δεν πειράζει, θα αλλάξει, μικρός είναι ακόμη, όλοι έτσι κάνουν». Δηλαδή ήταν δεδομένο ότι όλοι πρέπει να χτυπάνε τις γυναίκες τους, ότι τα κορίτσια πρέπει να μένουν σπίτι, ενώ ο άντρας μπορεί να πηγαίνει όπου θέλει ό,τι ώρα θέλει, να έχει και φιλενάδες. Δεν πειράζει. Θα γυρίσει πίσω σ’ εμένα…
Πάντως, παρότι «είχα πάρει άντρα», όπως είναι η έκφραση στη δική μας γλώσσα, εγώ επέμενα και συνέχιζα κανονικά το σχολείο.