Ηταν ίσως το μικρότερο, το πιο φρεσκοβαμμένο, περιποιημένο και καθαρό καραβάκι, από τα άξια χέρια του παππού Κώστα, πρόσφυγα του 1922 από τους Επιβάτες της Ανατολικής Θράκης. Έτσι ήταν το «Ελπίς» κάθε χρόνο, έτοιμο να σαλπάρει στην αρχή της σεζόν στις κοντινές παραλίες του Θερμαϊκού: Περαία, Μπαξέ Τσιφλίκι, Αγία Τριάδα.
Το φουγάρο του δεν έβγαζε καπνό γιατί η μηχανή του ήταν από αεροπλάνο. Δεν είχε πάνινες τέντες για τον ήλιο, αλλά μια ειδική κατασκευή στεγάστρου που το έκανε να μοιάζει από μακριά με λεωφορείο.
Το όνομα «Ελπίς» ήταν της μητέρας μου, το μόνο κορίτσι από τα πέντε παιδιά του παππού Κώστα. Το «Ελπίς» νηολογήθηκε το 1955 και η επιχείρηση ήταν του πατέρα μου Αλέξανδρου Ελευθεριάδη.
Για την επιβίβαση το πέρασμα των δύο μέτρων από το πλακόστρωτο της παραλίας στην πρύμνη ήταν σχετικά δύσκολο. Μία δραχμή το εισιτήριο, αριθμός καθήμενων επιβατών 90.
Όταν σήκωνε τις άγκυρες, η απομάκρυνσή του από την παραλία ήταν γιορτή. Ήταν μεγάλη ευφορία τα γέλια παιδιών και μεγάλων, ανακατεμένα με τα ακούσματα των γλάρων και την αίσθηση της θαλάσσιας αύρας.
Σε μια από τις θαλάσσιες διαδρομές του «Ελπίς» το 1963 ταξίδεψα με μικρή παρέα φίλων μου. Τα φιλαράκια ταξίδεψαν χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο, καθώς είχαν το «μέσον» της συγγένειάς μου με τον καπετάνιο.
Στα μισά της διαδρομής, στο Καρμπουρνάκι –το ακρωτήρι που το λένε και Μικρό Καραμπουρνού ή Μικρό Έμβολο– έβγαινε σε κλήρωση ένα καλάθι γεμάτο καλούδια: σοκολάτες, καραμέλες, μαντζούνια, ξηρά σύκα, λουκούμια, ξηροί καρποί, μπισκότα.
Αγοράσαμε από δύο λαχνούς για να έχουμε περισσότερες πιθανότητες να μας τύχει το καλάθι. Η σαματατζίδικη παρέα τραβήχτηκε στην πλώρη για να μην ενοχλεί και περίμενε να γίνει η κλήρωση.
Όταν το καραβάκι πέρασε το Καραμπουρνάκι ακούστηκε στο μεγάφωνο ο αριθμός που κληρώθηκε. Στο ταξίδι αυτό ήμουν εγώ η τυχερή. Βγήκε το νούμερο 36 που για καιρό με ακολουθούσε ως παρατσούκλι.