Οταν µου ζητήθηκε από το Short Stories να γράψω µερικά λόγια για το πώς και το γιατί του Dysphonia, του τελευταίου µου δίσκου, σκέφτηκα: Μα τι διάολο να γράψω;
Θυμόμουν φυσικά τα sessions µε τον παραγωγό, τις ηχογραφήσεις των φωνητικών και το μικρόφωνο που χρησιμοποίησα. Αλλά είχα «ξεχάσει» κατά κάποιον τρόπο όλο το συναισθηµατικό υπόβαθρο πίσω από αυτό.
Γράφω μουσική από όσο µε θυμάμαι. Τότε βέβαια δεν ήξερα ότι έγραφα τραγούδια. Απλώς έγραφα λέξεις σε τετράδια και γρατζουνούσα την κιθάρα που µου είχαν πάρει οι γονείς µου. Μεγαλώνοντας άρχισαν και οι ιδέες µου να ακούγονται λίγο πιο ώριμες και να βγάζουν (ή και όχι) κάποιο νόημα. Πάντα όμως το ζητούμενό µου ήταν να εκφραστώ, να «τα βγάλω από μέσα µου», που λένε.
Αυτό συνεχίζω να κάνω μέχρι και τώρα. Μόνο που πλέον η πληροφορία είναι καταιγιστική και ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα πολύ συγκεκριμένος. Πολλές φορές το να τελειώσεις έναν δίσκο και να κάνεις και όλα τα υπόλοιπα που έρχονται (παρουσίαση, καμπάνιες στα σόσιαλ μίντια κ.λπ.) σε αποσπά από τον αρχικό σου σκοπό. Σαν να χάνεις λίγο την επαφή σου µε το κομμάτι του εαυτού σου που θέλει να μιλήσει μέσα από την ίδια τη δουλειά.
Θυμήθηκα λοιπόν σιγά σιγά τα ονλάιν μίτινγκ στον καιρό της καραντίνας για αυτό τον δίσκο. Και την απομόνωση κατά την οποία γράφτηκαν πολλές ιδέες του Dysphonia. Θυμήθηκα ότι έγραψα ένα τραγούδι αφιερωμένο στην αναβλητικότητά μου και ένα άλλο για την ατιμωρησία των εγκληματιών στη χώρα µου και το πόσο τελικά δεν αλλάζει ποτέ τίποτε. Α κι ένα άλλο για την τσαντίλα που έχω µε τους ανθρώπους γενικώς…
Και αισθάνθηκα ότι το έκανα σωστά! Ότι έχω ακόμη επαφή µε εκείνη την πλευρά µου που απλώς θέλει να μιλήσει.