Ήταν 2014 και ο γάτος μας ο Γκαζού ήταν δυόμισι ετών. Δεν διέφερε πολύ από τις άλλες γάτες που είχα παρά μόνο σε ένα πράγμα: του άρεσε η μοναξιά. Ή –σκεφτήκαμε τότε με τον σύντροφο μου– δεν του άρεσε η παρέα μας!
Τιγρέ με φουντωτή γούνα. Είχαμε ψάξει στο Google και εντοπίσαμε πως έμοιαζε με γάτα Σιβηρίας. Ε, και ψωροϋπερηφανευτήκαμε. Μάλλον όμως ήταν μια γενετική σύμπτωση παρά η πιθανότητα πως κάποιος εγκατέλειψε τα πανάκριβα γατάκια (ήταν τέσσερα) σε έναν ακάλυπτο στην οδό Πλαπούτα εκείνο το απόγευμα.
Ο Γκαζού περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας μόνος. Δεν ξέρω αν ήταν ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό ή κάποιο τραύμα που του είχε δημιουργηθεί σε νεαρή ηλικία και ποτέ δεν μάθαμε.
Όταν τρώγαμε ή βλέπαμε κάποια ταινία δεν ερχόταν ποτέ να καθίσει μαζί μας. Πήγαινε στο μέσα δωμάτιο, που είχε γίνει το δωμάτιό του, ή στην κουζίνα, ακόμη και στο μπάνιο (του άρεσε πολύ το νερό, αργότερα καταλάβαμε γιατί) και δεν ερχόταν ποτέ παρά μόνο για να μας υπενθυμίσει πως ήταν η ώρα για φαΐ. Ερχόταν σπάνια στα πόδια μας ή δίπλα μας να κουλουριαστεί και να γουργουρίσει, όπως κάνουν οι άλλες γάτες.
Έτσι λοιπόν συγκατοικούσαμε ανεξάρτητοι, κάνοντας ο καθένας τη ζωή του, έχοντας ο καθένας τον χώρο του.
Ήμουν μόνος, ο φίλος μου ήταν σε ταξίδι, και είχα ελεύθερο χρόνο. Αποφάσισα να μετακινήσω τον καναπέ, κάτι που ήθελα να κάνω καιρό. Ξεκίνησα λοιπόν να τον σέρνω. Ο Γκαζού ενδιαφέρθηκε αμέσως. Φαντάζομαι όπως κάθε γάτα που τιμά το είδος της ως περίεργο ον. Ήρθε και παρακολουθούσε. Σύντομα όμως έχασε το ενδιαφέρον του και αποσύρθηκε κλασικά στο μέσα δωμάτιο.
Λίγη ώρα μετά όμως, σε ένα παραπάτημα, έπεσε ο μισός καναπές πάνω στο πόδι μου κι έβγαλα μια τρομερή φωνή, σχεδόν στριγκλιά.