Ξεκίνησα να γράφω παιδική λογοτεχνία κάπως όψιμα, μετά τα 36 μου. Ποιο ήταν το έναυσμα; Θαρρώ η εγκυμοσύνη της γυναίκας μου. Αν θα έπρεπε να κάνουμε (ρηχή) ψυχανάλυση για το κάπως αργοπορημένο ξεκίνημά μου, θα λέγαμε ότι ήθελα και εγώ να γεννήσω κάτι.
Και πιο πριν «γεννούσα». Έγραφα λογοτεχνία για ενήλικες, διήγημα, μυθιστόρημα, θέατρο, σενάριο κ.λπ. Ο ερχομός του πρώτου μου παιδιού όμως μου δημιούργησε έντονη παρόρμηση να φέρω και εγώ στον κόσμο κάτι αθώο, κάτι αγνό, κάτι όμορφο και ειλικρινές. Έπρεπε να ψάξω βαθιά μέσα μου για να ανασύρω τέτοιες ποιότητες. Σε πολλούς ενήλικες αυτές βρίσκονται σε καταστολή, αν δεν έχουν απονεκρωθεί τελείως.
Κατά τη διάρκεια εκείνης της εγκυμοσύνης λοιπόν έγραψα –με τη μία– τέσσερις ιστορίες για παιδιά. Βγήκαν σχετικά εύκολα, χωρίς τα βάσανα που έχει η λογοτεχνία για ενήλικες. Μου δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι και η συνέχεια θα είναι ανάλογη. Θα γράφω με φυσικότητα, απρόσκοπτα, ό,τι μου κατεβαίνει στο κεφάλι. Και κυρίως θα διασκεδάζω, θα απολαμβάνω τη διαδικασία.
Νόμιζα ότι στην παιδική λογοτεχνία δεν υφίσταται το writer’s block. Ότι είναι η παιδική χαρά του συγγραφέα. Αυτό –φευ– διαψεύστηκε γρήγορα. Πολλά μεταγενέστερα κείμενα έμειναν ημιτελή στο συρτάρι μου. Σε κάποια μπόρεσα να φτιάξω μόνο τη ραχοκοκαλιά ή απλώς την κεντρική ιδέα. Ενώ μερικά τα ολοκλήρωσα αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν τον δρόμο για την έκδοση.
Όμως τα πρώτα εκείνα κείμενα μου άνοιξαν κατευθείαν τις εκδοτικές πόρτες –οι οποίες, ως γνωστόν, δεν ανοίγουν καθόλου εύκολα για πρωτοεμφανιζόμενους. Ακόμη πιο σημαντικό για μένα: το παιδικό κοινό φάνηκε να ανταποκρίνεται θετικά, πράγμα που μου ενίσχυσε κάπως τη σχετικά κλονισμένη ύστερα από χρόνια απορρίψεων αυτοπεποίθηση.
Αν τα παιδιά γελάνε με τις ιστορίες μου, αν νιώθουν συναισθήματα, αν τις βρίσκουν ενδιαφέρουσες και συναρπαστικές, τότε, σκεφτόμουν, μπορεί να αξίζω και κάτι. Χρειαζόμουν μια τόνωση εκείνο το διάστημα. Μετά το ξεπέρασα και αυτό.