Οταν ήμουν μικρή ζήλευα τα παιδιά που περνούσαν τα καλοκαίρια στο χωριό τους. Στη φαντασία μου είχα πλάσει μια μικρή γη της επαγγελίας με ζουμερά ροδάκινα, καρπούζια κατακόκκινα, θάλασσες, παγωτά Σουλτάνα. Και πολλά παιδιά να τρέχουν από το πρωί μέχρι το βράδυ και να εξερευνούν δάση και εγκαταλειμμένα σπίτια, Ναι, σπίτια εγκαταλειμμένα ονειρευόμουν ως φαν της Enid Blyton, των Πέντε φίλων και της τζιτζιμπίρας.
Όμως εγώ χωριό δεν είχα. Ούτε δάση ούτε ορδές παιδιών για να αλητεύω. Πέρασα τα ανήλικά μου καλοκαίρια ανάμεσα σε κατασκήνωση και ολιγοήμερες διακοπές με τη μαμά μου σε κάποιο Κυκλαδονήσι που τότε ήταν ακόμη κάπως ανθρώπινο. Ήταν ωραία αλλά –πώς να πω;–, δεν ήταν αυτό.
Όταν έγινα 19, τη χρονιά των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, με μια φοιτητική παρέα πήραμε έναν χάρτη και βάλαμε μια πινέζα σε ένα ψηλό βουνό τριγυρισμένο από θάλασσα κάπου βόρεια. Η απόφαση είχε ληφθεί. «Φέτος πάμε Σαμοθράκη».
Κανείς μας δεν είχε ξαναπάει. Κανείς μας δεν είχε ιδέα τι να περιμένει. Είχαμε ακούσει για κάτι καταρράκτες κάπου στο νησί και για πλατάνια. Αλλά στις πληροφορίες υπήρχε θολούρα. Φαινόμενο συνηθισμένο στην προ Google εποχή. Ύστερα από τεράστια ανάλυση σε ανύπαρκτα δεδομένα αποφασίσαμε να κλείσουμε δωμάτια στο λιμάνι. Στην Καμαριώτισσα. Κάπως σκεφτήκαμε ότι αυτό θα ήταν το κέντρο της ζωής τα καλοκαίρια στο νησί. Και σε αυτό το σημείο όσοι έχετε πάει έστω και μια φορά Σαμοθράκη θα έχετε βάλει τα γέλια!
Πριν όμως φτάσουμε στα δωμάτιά μας, έπρεπε να φτάσουμε στο νησί. Πράγμα καθόλου αυτονόητο όταν ξεκινάς από την Αθήνα. Επιβιβαστήκαμε με τις βαλίτσες μας (μετράτε λάθη, ε;) στο τρένο στις 00.00 στον Σταθμό Λαρίσης –σε κουπέ για μια δόση πολυτέλειας– και 13 ώρες μετά φτάσαμε Αλεξανδρούπολη. Νυσταγμένοι, ταλαιπωρημένοι, τσαλακωμένοι και ελαφρώς τσακωμένοι. Μπήκαμε στο πλοίο και δύο ώρες μετά φτάσαμε στο νησί.