Ολη μου τη ζωή, από παιδάκι, από 19 χρόνων, δούλευα σεζόν στη Μύκονο. Περνούσα τον μισό χρόνο δουλεύοντας σε μεγάλα μαγαζιά, είτε ως μπαργούμαν, όπως στο Remezzo και το Mercedes, είτε ως Dj, όπως στα Άστρα. Έξι μήνες στο νησί, έξι μήνες στην Αθήνα. Είχα μάθει τη ζωή στο νησί. Όταν πέρασαν τα χρόνια κι έμενα μόνιμα στην Αθήνα, ένιωθα ότι δεν άντεχα να μη ζω στις Κυκλάδες.
Σκέφτηκα ότι μόνο έτσι θα κατάφερνα να ζήσω στις Κυκλάδες, ανοίγοντας ένα μαγαζί, ένα μπαρ. Όμως συνειδητοποίησα ότι η νύχτα είχε τελειώσει για μένα. Είχα μεγαλώσει. Δούλευα στη νύχτα 30 χρόνια, πόσο ακόμη; Ήθελα να φτιάξω κάτι πρωινό, πρωινό με κοκτέιλ και ωραία μουσική, Παβαρότι.
Ο συνεργάτης μου στο Φραγκόσυκο Γιάννης Ζώρας επισκεπτόταν τη Δονούσα επί 15 χρόνια. Ήταν το αγαπημένο του μέρος σε όλο τον πλανήτη – εγώ είχα κόλλημα με την Αμοργό. Κάποιο καλοκαίρι πήγαμε για διακοπές στη Δονούσα και μου λέει: «Το όνειρό σου έγινε πραγματικότητα. Δίνουν το Τζι Τζι – έτσι λεγόταν τότε το Φραγκόσυκο».
Οι δυσκολίες που παρουσιάστηκαν, ειδικά για ανθρώπους που δεν γνωρίζουν τη δουλειά, ήταν τεράστιες. Περάσαμε από χίλια κύματα.
Αλλά η Δονούσα είναι ο πιο αγνός τόπος που έχω πατήσει. Είναι όλα τόσο καθαρά, τόσο φυσικά και τόσο προσεγμένα· δεν το βρίσκεις πουθενά αλλού αυτό. Και το πιο σημαντικό: έχει πολύ καλούς ντόπιους ανθρώπους. Μας αγκάλιασαν όλοι, ενώ δεν ήμασταν από το νησί. Μας στήριξαν στα σοβαρά προβλήματα που μας έτυχαν. Γιατί μας έτυχαν πολλές στραβές στην αρχή, πάρα πολλές. Έπεσαν όλοι πάνω μας να μας βοηθήσουν. Ο Τσίφτης μας έφτιαξε ένα σκόρδο για να φύγει το κακό, ήρθε ο παπάς έκανε αγιασμό. Μας έδιναν πέτρες από το Borealis, μας έστελναν το δικό τους προσωπικό όταν είχαμε ανάγκη.