Η θέση του σιτιστή στον στρατό ακουγόταν σαν μια καλή ευκαιρία να περάσει αυτό το ανιαρό διάστημα που υποτίθεται ότι προσφέρεις στη πατρίδα και ότι γίνεσαι άντρας. Ύστερα από δύο μήνες εκπαίδευση στη Θήβα βρέθηκα στη Σάμο. Παρότι ήμουν φρέσκος στη μονάδα ο τρόπος που με αντιμετώπιζαν οι «παλιοί» ήταν διαφορετικός από εκείνον που επιφύλασσαν στη σειρά μου.
Πολύ γρήγορα κατάλαβα γιατί… Οι μηνιαίες πληρωμές, ένα ασήμαντο ποσό που παίρναμε ως αποζημίωση, περνούσαν από τον σιτιστή.
Μόλις είχα αναλάβει το μισθολόγιο άκουσα να με καλούν από τα μεγάφωνα για να παρουσιαστώ στο πρώτο γραφείο επειγόντως. Εκεί με περίμενε ένας παλιός φαντάρος – είχε έρθει από φυλάκιο γιατί από την επομένη ξεκινούσε η άδεια απόλυσής του.
Απολογήθηκε γιατί έβαλε να με ζητήσουν ενώ το γραφείο ήταν κλειστό. Θα μου ήταν υπόχρεος αν άνοιγα το γραφείο και τον πλήρωνα. Μάλιστα μου έδωσε να καταλάβω ότι θα μπορούσα να κρατήσω τα λεφτά. Αυτό που τον ενδιέφερε ήταν να φαινόταν ότι έγινε η πληρωμή για να μπορέσει να φύγει την ίδια μέρα.
Χωρίς δεύτερη σκέψη δέχτηκα να τον εξυπηρετήσω. Την ώρα που άνοιγα το μισθολόγιο με ρώτησε πόσο καιρό είχα για να απολυθώ. Του απάντησα ότι μόλις έφτασα στο νησί και πως είχα ακόμη δεκαπέντε μήνες – τότε η θητεία ήταν δεκαοκτώ.
– Και γιατί, ρε «ψαρούκλα», με αφήνεις να σου μιλάω ευγενικά; ακούστηκε τραχιά, άγρια και θυμωμένη η φωνή του.
Κοίταξα κατευθείαν τα μάτια του. «Μάλλον πρόκειται για αστείο» σκέφτηκα αρχικά. Καθώς όμως στεκόταν με το κεφάλι του επάνω από το δικό μου ουρλιάζοντας και λέγοντας λόγια ακατάληπτα, κατάλαβα. Έκλεισα αμέσως το μισθολόγιο· δεν είχε προλάβει ακόμη να υπογράψει. «Αύριο το γραφείο ανοίγει στις οκτώ και κλείνει στις δύο» του είπα αφήνοντάς τον αποσβολωμένο.