Πριν από λίγες μέρες επισκέφτηκα το Λονδίνο για πρώτη φορά. Φυσικά, πήγα στο Βρετανικό Μουσείο. Ένα καθίδρυμα της βάναυσης και ντροπιαστικής αποικιοκρατίας, που θυμίζει ό,τι ήταν και είναι και η χώρα του: «ξεπεσμένος λόρδος». Ο χαρακτηρισμός μου ήρθε αυθόρμητα, αλλά, όπως διαπίστωσα από τα σχόλια πολλών φίλων, είναι μάλλον επιεικής.
Όταν βρέθηκα στο μισοσκότεινο μουντό εσωτερικό, τα αισθήματά μου ήταν ανάμικτα. Χαρά ένιωθα γιατί θα βρισκόμουν πρώτη φορά μπροστά σε αριστουργήματα τέχνης, που ως τότε τα ’χα δει μόνο σε εικόνες. Κατάθλιψη όμως με κατέλαβε ταυτόχρονα για την εικόνα που παρουσιάζει το μουσείο.
Το πιο εγκαταλειμμένο ελληνικό μουσείο –υπάρχουν ακόμη κάποια– είναι σε καλύτερη κατάσταση από αυτό. Όλα μέσα είναι μουντά, μισοσκότεινα, κακοφωτισμένα. Τα χρώματα των τοίχων και των βάθρων είναι σκούρα όσο δεν παίρνει. Οι φεγγίτες ακαθάριστοι και λερωμένοι. Η αφροντισιά προσωποποιημένη.
Φυσικά, επικεντρώθηκα στα κλεμμένα ελληνικά γλυπτά από την Ακρόπολη και από άλλες ελληνικές θέσεις. Όχι μόνο για να τα καμαρώσω, αλλά, με τη γνωστή αρχαιολογική διαστροφή, για να δω την κατάσταση διατήρησής τους.
Οι εικόνες που έχουν κυκλοφορήσει δεν μαρτυρούν τη βαναυσότητα που έχουν υποστεί αυτά τα αριστουργήματα στο παγωμένο θλιβερό και θλιμμένο περιβάλλον που έχουν καταδικαστεί να υπάρχουν για δυο αιώνες. Μόνο η αυτοψία μπορεί να δώσει την πραγματική κατάστασή τους.
Αναλογίστηκα τις περιπέτειες που έχουν περάσει μέχρι να φτάσουν εδώ. Ακρωτηριασμένα, με σημαντικές και ανεπανόρθωτες, μη αναστρέψιμες φθορές.
Παρατήρησα τα ίχνη από τα τεράστια πριόνια που χρησιμοποιήθηκαν για τη «λέπτυνση» των μαρμάρινων πλακών της ζωφόρου, γιατί αυτή είχε γλυφθεί πάνω στα ογκώδη επιστύλια του σηκού.
Θυμήθηκα ότι το μπρίκι «Μέντορας», ένα από τα πλοία που είχε ναυλώσει ο Έλγιν για τη μεταφορά της λείας, ναυάγησε τον Σεπτέμβρη του 1802 στα Κύθηρα και τον επόμενο χρόνο ανέσυραν σφουγγαράδες για λογαριασμό του.