Είμαι τέταρτης γενιάς μετανάστρια – όχι με την έννοια που θα περίμενε κάποιος. Η προγιαγιά μου έφυγε για να σωθούν η ίδια και τα δύο κοριτσάκια της από τις φρικαλεότητες της μικρασιατικής καταστροφής. H γιαγιά μου εγκατέλειψε το Παρίσι, όπου μεγάλωσε, για να πάει στη «μητέρα πατρίδα» Ελλάδα. Όπου μαζί με ενάμισι εκατομμύριο άλλους Μικρασιάτες πρόσφυγες περιφρονήθηκαν ως τουρκόσποροι.
Ο πατέρας μου μετανάστευσε για να αποφύγει διωγμούς από τη δικτατορία επειδή ήταν κομμουνιστής. Εγώ με τη σειρά μου εγκατέλειψα τον γενέθλιο τόπο μου αναζητώντας μια θέση εργασίας. Σήμερα είμαι επίκουρη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και θεωρώ ότι είμαι πολύ τυχερή.
Έπειτα από έντεκα χρόνια στην Κύπρο έχω συνειδητοποιήσει ότι οι πρόσφυγες αντιμετωπίζουν εντελώς διαφορετική μεταχείριση. Όποιος είναι σε θέση να επενδύσει €1 εκατ. μπορούσε, μέχρι πρόσφατα, να αγοράσει για όλη την οικογένειά του ένα κυπριακό διαβατήριο, δηλαδή διαβατήριο της ΕΕ, ανεξάρτητα από εθνικότητα ή ποινικό μητρώο.
Αντιθέτως, όποιος διέφυγε από εμπόλεμη ζώνη –όπου ζούσε υπό διαρκείς απειλές φυλάκισης, βασανιστηρίων ή ακόμη και εκτέλεσης– και κατάφερε να στριμωχτεί σαν σαρδέλα σε ένα ψαροκάικο, καταβάλλοντας τις οικονομίες μιας ολόκληρης ζωής, εφόσον κατάφερε να επιβιώσει, ή «επαναπροωθήθηκε» κατευθείαν στις αρχές από τις οποίες προσπαθούσε να διαφύγει ή κρατείται επί μήνες σε κέντρα υποδοχής περιμένοντας να εξεταστεί η αίτησή του για πολιτικό άσυλο. Ή είναι από τους ελάχιστους τυχερούς που εξασφάλισαν πράσινη κάρτα, η οποία του επιτρέπει να κάνει δουλειές του ποδαριού.
Υπάρχει και μια τρίτη κατηγορία μεταναστών, στην οποία ανήκω, η οποία περιλαμβάνει όσους έχουν τη μεγάλη τύχη να είναι Καυκάσιοι, να προέρχονται από μια «αναπτυγμένη» χώρα και, στην περίπτωση της Κυπριακής Δημοκρατίας, ειδικά από την Ελλάδα.
Ποτέ δεν ένιωσα τον φόβο της απέλασης ανά πάσα στιγμή. Μέχρι σήμερα.
Βρήκα κολλημένο στην πόρτα μου το μήνυμα της φωτογραφίας: «Γύρνα πίσω στη χώρα σου». Αφού δεν ήταν επίσημη εντολή απέλασης, δεν πανικοβλήθηκα.