Στις αρχές του αιώνα ήμουν υποψήφια, μαζί με πέντε έξι άλλους συναδέλφους, για τη θέση του γενικού διευθυντή Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, δηλαδή του επικεφαλής της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Πολιτισμού.
Μετά την υποβολή των αιτήσεων και των βιογραφικών κληθήκαμε να παρουσιαστούμε ενώπιον της Επιτροπής Κρίσεων στο Υπουργείο Προεδρίας. Καινούργιο ταγέρ, κομμωτήριο –μια από τις ελάχιστες φορές στη ζωή μου–, μια δόση αυτοπεποίθησης και αρκετές δόσεις τρακ. Η εξέταση γινόταν με αλφαβητική σειρά, οπότε έφτασα ενώπιον της επιτροπής σχεδόν τελευταία και, αν θυμάμαι καλά, κατά τις εννέα το βράδυ. Η εξέταση είχε ξεκινήσει κατά τις πέντε ή έξι το απόγευμα.
Μπαίνω στο γραφείο χαμογελαστή. «Καθίστε» μου λένε. Κάθομαι. Βλοσυροί κύριοι και μόνο μια κυρία οι εξεταστές. Η κυρία γυρίζει και με ρωτάει με πολύ σοβαρό ύφος: «Εσείς σκοπεύετε να διοικήσετε» και μου αναφέρει έναν αριθμό, κάτι σαν «5.376 ανθρώπους;». «Μάλιστα» απαντώ και σκέφτομαι: Είμαστε αλήθεια τόσοι πολλοί;
Ύστερα από δυο τρεις μάλλον κοινότοπες ερωτήσεις επεμβαίνει ο υπερβολικά σοβαρός πρόεδρος: «Κυρία Τσιποπούλου, είδαμε ότι έχετε πλούσιο βιογραφικό, όπως εξάλλου και οι συνυποψήφιοί σας. Εμείς όμως εδώ θα κρίνουμε κάτι περισσότερο θεωρητικό. Πέστε μας, παρακαλώ, εάν ήταν ο Αριστοτέλης στη θέση της επιτροπής μας ποιον νομίζετε ότι θα επέλεγε μεταξύ των υποψηφίων;».
Δεν πρόλαβα να σκεφτώ –δεν είμαστε καλά, αυτή είναι λοιπόν η φοβερή και τρομερή συνέντευξη;– και απάντησα με σοβαρό ύφος, ίσως και με ένα μικρό υπόγειο μειδίαμα: «Πιστεύω κάποιον με το όραμα του Αλεξάνδρου, αλλά χωρίς τα προβλήματα συνεργασίας που είχε με τους εταίρους του».