Το φθινόπωρο του 1983 ήμουνα 19 χρόνων. Ήδη ο Μεγάλος Ερωτικός επανερχόταν σε κάτι βαριά ακουστικά Koss Pro4AA, αγορασμένα με κριτήριο ένα τεστ του περιοδικού Ήχος & HiFi.
«Σιωπηλές και κατ’ ιδίαν ακροάσεις» στο χαλί, νυχτιάτικα. Πριν ή μετά το Stupidity των Dr. Feelgood ή κάποιο LP από την εξάδα Ρεμπέτικη Ιστορία 1925-1955. Oλόκληρα 33άρια, απ’ την αρχή έως το τέλος. Σαν μεγαλοβδομαδιάτικα τροπάρια σε λούπα. Είχα προλάβει να περάσω στα Πέριξ, τα Παράλογα και σε μια συλλογή της ΕΜΙ με προδικτατορικά τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Α, και στο Reflections.
Ισχυρά κύματα συναισθημάτων γεννούσε η ακρόασή τους, αλλά σπανίως ριχνόμουν σε αυτά παρέα με φίλους μου. Ακόμη απορώ πώς πρότεινα σε έναν «παλιό» συμμαθητή μου απ’ τη Λεόντειο της Νέας Σμύρνης να πάμε, ρε συ, ν’ ακούσουμε τον Χατζιδάκι.
«Παίζει στο φεστιβάλ της ΟΝΝΕΔ στο Άλσος της Νέας Σμύρνης» του είπα, λες και η εγγύτητα με το επί 12 χρόνια σχολείο μας, παράλληλα με την αριστερόστροφη φλυαρία μας, αναβάθμιζαν την πρόταση σε ωραία ιδέα για κοπάνα.
Φτάσαμε με τον κολλητό περίπου μισή ώρα πριν βγει ο Χατζιδάκις. Πρέπει να ’τανε Σάββατο 24 (το πιθανότερο) ή Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 1983 – τελευταίο διήμερο της διοργάνωσης.
Κόψαμε εισιτήριο και χαζέψαμε λίγο στα τραπεζάκια: αγιογραφίες του εθνάρχη ΚΚ, η δράση της Δημοκρατικής Κοινότητας Νέων της Ευρώπης, το Μαθητικό Στέκι με πρωτοπαλίκαρο τον επικεφαλής του μαθητικού Νίκο Χατζηνικολάου (ναι, αυτόν), συζητήσεις «για την εθνική ελληνική ταυτότητα», τσίκνα απ’ τα κρεατικά κ.λπ.
Η φασαρία ήταν παροιμιώδης, όπως σ’ όλα τα κομματικά φεστιβάλ της εποχής εδώ που τα λέμε. Μουσικές και ανακοινώσεις στα μεγάφωνα, ένα πάνελ με μπουκωμένα μικρόφωνα εδώ, ένα μισοχωμένο live εκεί, συστάδες από τραπέζια. Και νεαροί φωνακλάδες που χειρονομούσαν ζωηρά φορώντας τζιν παντελόνια με σκούρα μπλε σακάκια, πόλο Fred Perry ή πουκάμισα με γραβάτα – μάλλον μετά θα πήγαιναν στην disco Αυτοκίνηση.




