Το 1986, δύο χρόνια πριν πιάσω δουλειά στις εφημερίδες ως ένας ακόμη «αχώνευτος» κριτικός κινηματογράφου, δούλευα σε ένα γραφείο που διοργάνωνε διεθνή πολιτιστικά συνέδρια. Το γραφείο είχε τμήμα το οποίο ρύθμιζε τα των εισιτηρίων των συνέδρων.
Η διευθύντρια του γραφείου, γόνος παλιάς πασίγνωστης αθηναϊκής οικογένειας –τη μητέρα της οποίας είχε βαφτίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος–, είχε απίστευτες φιλίες-γνωριμίες. Όπως ας πούμε με τον Γιανναρά, τη Μερκούρη, τον Στεφανή, τον Κούνδουρο, τον Αγγελόπουλο κ.ά. Ένα πρωί λοιπόν ανέλαβα να παραδώσω το εισιτήριο στον Μάνο Χατζιδάκι. Την εποχή εκείνη ο συνθέτης αντιμετώπιζε θέματα υγείας και έπρεπε να επισκεφτεί τον γιατρό του στο Παρίσι.
Ανεβαίνω στη μηχανή και φτάνω στη Ρηγίλλης όπου ήταν το σπίτι του. Ομολογουμένως ήμουν αναστατωμένος. Ναι μεν θα γνώριζα από κοντά έναν από τους μέντορές μου στην ελληνική μουσική, από την άλλη δεν ήξερα πώς θα με αντιμετώπιζε. Φοβόμουν πώς θα αντιδρούσε με την εμφάνισή μου. Με τα μακριά μαλλιά μου και τα γένια που έφταναν μέχρι τα… γόνατα. Έμοιαζα με υβρίδιο μεταξύ Μπακούνιν και λήσταρχου Γιαγκούλα.
Χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε ο ίδιος. Με καλημέρισε αστραπιαία πριν ακόμη κάνει γενικό ζουμ στην εμφάνισή μου. Μπήκα μέσα. Από τη στιγμή εκείνη άρχισε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές εμπειρίες της ζωής μου. Εμπειρίες που μόνο εάν διέθετα λογοτεχνικές ή έστω λογοτεχνίζουσες δυνατότητες –που δεν τις έχω–, θα μπορούσα να περιγράψω γλαφυρά. Έτσι λοιπόν θα αρκεστώ σε μια ρεαλιστική, σχεδόν στεγνή, καταγραφή κάποιων στιγμών και εντυπώσεων.
Πρώτον, το σπίτι του Μάνου Χατζιδάκι. Το ωραιότερο σπίτι στο οποίο έχω μπει μέχρι σήμερα. Μια γαλήνια σχεδόν ευδαιμονική ατμόσφαιρα. Μια αισθητική ανώτερου πνευματικού και εκλεπτυσμένου γούστου. Τα πάντα στον χώρο συνδέονταν με μια ορατή αλλά και αόρατη πυθαγόρεια, θα έλεγα, αρμονία.