Αγαπώ τον κινηματογράφο. Τη σκοτεινή αίθουσα και τη μαγεία που δημιουργεί. Αλλά και τον θερινό κινηματογράφο με τη μυρωδιά του γιασεμιού, τα σύννεφα, το φεγγάρι. Δεν αναζητώ συντροφιά για να παρακολουθήσω μια ταινία. Και είμαι χαρούμενη που υπάρχουν ακόμη οι αίθουσες αυτές που σε σηκώνουν από τις ψηφιακές πλατφόρμες.
Παρακολουθώντας τα τελευταία χρόνια το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων, αυτό που νιώθω είναι μια αίσθηση γιορτής. Μιας γιορτής στην οποία συμμετέχουν εκατοντάδες μαθητές με τους δασκάλους τους. Αλλά και κινηματογραφόφιλοι της πόλης. Όπως και συγγραφείς και σκηνοθέτες που επισκέπτονται σχολεία και φυτεύουν σπόρους πολύτιμους για τον πολιτισμό στα Χανιά.
Στα Χανιά έζησα ξεχωριστές στιγμές παρακολουθώντας νέες ταινίες και όχι μόνο. Ξεχωρίζω δύο. Η πρώτη όταν τιμήθηκε ο Κώστας Γαβράς, το 2022. Είχα τη χαρά να βρίσκομαι μαζί του μια ολόκληρη μέρα, όταν επισκέφτηκε το σπίτι του Μίκη Θεοδωράκη στον Γαλατά. Μαζί μας ο διευθυντής του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Χανίων Ματθαίος Φραντζεσκάκης και ο αείμνηστος Γιώργος Αγοραστάκης, πρόεδρος, τότε, της Παγκρήτιας Ένωσης Φίλων Μίκη Θεοδωράκη.
Στον δρόμο για το σπίτι/μουσείο καθόμασταν στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου με τη σύζυγό του. Ο Κώστας Γαβράς ρωτούσε να μάθει για την Ελλάδα και την Κρήτη από πρώτο χέρι. Δήλωνε ενθουσιασμένος για τη σχέση των μαθητών της Κρήτης με τον κινηματογράφο. Τη χαρακτήρισε δε ως τη σημαντικότερη παρακαταθήκη που αφήνει το φεστιβάλ.
Όταν φτάσαμε στο σπίτι του Μίκη, τα μάτια του δάκρυσαν. Με τη σεμνότητα που έχουν μόνο οι «μεγάλοι», οι «χορτάτοι», άκουγε τα λόγια του Αγοραστάκη. Σαν να άκουγε τη ζωή του Μίκη για πρώτη φορά, χωρίς προσθήκες, παρεμβάσεις, υποσημειώσεις. Άκουγε και δεν μιλούσε.
Το βράδυ της βράβευσής του στο θέατρο του Πνευματικού Κέντρου Χανίων ήταν συγκινημένος. Και αυτό γιατί μια πόλη που την πνίγει ο τουρισμός δημιουργεί ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός που μετατρέπει σε ταινία την προφορική ιστορία, που μπολιάζει και εκπαιδεύει τους ντόπιους στον κινηματογράφο.




