Η παραπάνω φωτογραφία είναι η μοναδική που έχω με τον Μάνο Χατζιδάκι. Την τράβηξε ένας φίλος μου, ο Λουκάς. Είναι ένα βράδυ του 1987 στον Σείριο, όπου συμμετείχα στις παραστάσεις με τα Επτά ρεμπέτικα σε πρώτη εμφάνιση. Είμαστε στα καμαρίνια. Είμαι είκοσι χρόνων.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1990, τραγουδούσα στην μπουάτ Όνειρο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί γνώρισα έναν νεαρό συνθέτη, κάναμε παρέα και μου ζήτησε να τραγουδήσω κάποια τραγούδια του. Τα δουλέψαμε και κατεβήκαμε στην Αθήνα να τα ηχογραφήσουμε.
Είχα ήδη ενημερώσει τον Μάνο. Για μένα ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ο μουσικός πατέρας μου στον τότε δύσκολο χώρο του τραγουδιού.
Ηχογραφήσαμε εκείνα τα τραγούδια σε μορφή πιάνο και φωνή. Παίρνω την κασέτα και πηγαίνω στο σπίτι του. Μπαίνω στο σαλόνι και τον βρίσκω παρέα με τον Μένη Κουμανταρέα. Ακούμε όλοι μαζί τα τραγούδια. Στον Μάνο άρεσαν τρία από αυτά. Μου λέει: «Ωραία, κρατάμε αυτά και θα βρούμε και άλλο υλικό».
Όταν είπα στον συνθέτη ότι ο Μάνος Χατζιδάκις διάλεξε τρία από τα τραγούδια και αποφάσισε να τραγουδήσω έναν πολυσυλλεκτικό δίσκο με τη συμμετοχή και άλλων δημιουργών, θύμωσε. Μου είπε: «Να πας να πεις του Χατζιδάκι: “Όλα ή τίποτε”».
Πώς να το πω αυτό στο Χατζιδάκι; Μου κόπηκαν τα πόδια. Μαζεύω όλο μου το κουράγιο και πηγαίνω πάλι στο σπίτι του. «Μάνο, ο Γιώργος είπε ή όλα ή κανένα». Και μου απαντάει με το γνωστό του ύφος – και θυμωμένα και παιχνιδιάρικα: «Ώστε έτσι σου είπε; Δεν τα θέλουμε τότε τα τραγούδια του! Θα σου δώσω εγώ υλικό αντάξιο της φωνής σου».
Αμέσως τηλεφωνεί μπροστά μου στον Θεοδωράκη, τον Σαββόπουλο, τον Ξυδάκη και τον Κυπουργό και τους ζητά να γράψει ο καθένας από δύο τραγούδια «για έναν πολύ ωραίο τραγουδιστή από τη Θεσσαλονίκη, τον Ανδρέα Καρακότα», όπως τον άκουγα να τους εξηγεί.
Λέω στον Γιώργο Χατζιδάκι που παρακολουθεί, «τσίμπα με!». Πετούσα στα σύννεφα.