Στα τέλη της δεκαετίας του ’60 όταν μεγάλωνα στον Προβατά Σερρών τα πανηγύρια αποτελούσαν έναν από τους σημαντικότερους τρόπους διασκέδασης. Όταν πλησίαζαν οι μέρες του πανηγυριού στο χωριό, μετά το σχολείο αντί να πηγαίνουμε στα σπίτια μας, παίρναμε τον δρόμο για την πλατεία του χωριού.
Εκεί βλέπαμε αν και πόσες τέντες με παιχνίδια είχαν στηθεί, αν είχαν έρθει τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια και ο μπάρμπας που πουλούσε το μαλλί της γριάς. Αλλά και οι καντίνες με τις νόστιμες τηγανητές πατάτες που τις έβαζαν σε χάρτινο χωνάκι. Ή οι βάρκες, ο τύπος με τα παπάκια στο νερό και τα κρικάκια, ο αρκουδιάρης με την αρκούδα του. Όσο περισσότερους βλέπαμε να μαζεύονται τόσο περισσότερο χαιρόμασταν και λέγαμε ότι θα γίνει καλό πανηγύρι.
Από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 έως σήμερα το πανηγύρι του Προβατά γίνεται κάθε χρόνο στις 6 Αυγούστου. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την πρώτη μου (τραυματική) εμπειρία από το πανηγύρι του χωριού μας όταν ήμουν πιτσιρικάς. Είχαμε ανέβει με τον ξάδελφό μου τον Τάκη στις βάρκες που κάθονται δύο παιδιά απέναντι το ένα στο άλλο και τραβούσαμε από ένα κομμάτι σχοινί για να τραμπαλίσει η βάρκα.
Ύστερα από λίγο άρχισα να ζαλίζομαι και να γυρίζει το στομάχι μου σαν μπετονιέρα. Μέχρι να σταματήσει η βάρκα από την ορμή που είχε πάρει και να πατήσω terra firma, η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη. Ήμουν άρρωστος το επόμενο δίωρο.
Όταν γινόταν καλό πανηγύρι στον Προβατά, γέμιζε η πλατεία του χωριού από πραματευτάδες. Διοργανώνονταν αγώνες δρόμου και μίνι τουρνουά αγώνων ποδοσφαίρου. Επίσης διαμόρφωναν χώρο για παλαίστρα στο γήπεδο.
Τα μαγαζιά στην πλατεία είχαν την τιμητική τους, καθώς δεν μπορούσες να βρεις τραπέζι να καθίσεις. Πολύς κόσμος από τα γύρω χωριά ερχόταν στο πανηγύρι μας.