Ενας από τους λόγους που μισούσα το σχολείο ήταν η αψυχολόγητη επιλογή της μάνας μου να με στείλουν στο πιο πληκτικό (και συγχρόνως αυστηρό) νηπιαγωγείο της Αθήνας. Γερμανόφωνο επιπλέον! Στης φράου Έλλι, κάπου στο Ψυχικό.
Τις προάλλες βρήκα αυτήν τη λυπητερή φωτογραφία από κάποιο μασκέ πάρτι κάποιου συμμαθητή ή συμμαθήτριας, του οποίου ή της οποίας η μαμά είχε την έμπνευση να καλέσει και την ίδια την παμπόνηρη και κωλοπετσωμένη φράου Έλλι, μαζί με τις δύο ανυπόφορες (και απίστευτα απαίδευτες) νηπιαγωγούς της, τη φροϊλάιν Ούρσουλα (αριστερά) και την φροϊλάιν Μόνικα (δεξιά).
Ψυχρές και αδέξιες και οι τρεις. Απορώ που θυμάμαι ακόμη τα ονόματά τους. Ίσως γιατί τα είχα αναφέρει χιλιάδες φορές στην αδιάφορη για τέτοιες τευτονικές περσόνες γιαγιά μου, η οποία, προς μεγάλο εκνευρισμό μου τότε, τις αποκαλούσε συλλήβδην φροϊλάιν Πάμελα. Όνομα, που για κάποιον λόγο, είχε θεωρήσει επαρκές για όλες τις Γερμανίδες.
«Μα δεν υπάρχει φροϊλάιν Πάμελα, γιαγιά. Μόνικα και Ούρσουλα είναι». «Και πια;» απαντούσε εκείνη με αυτή την πελοποννησιακή έκφραση που σημαίνει «και λοιπόν;».
Μαζί με τα δικά τους ονόματα, θυμήθηκα με κατάπληξη και αυτά δύο συμμαθητών μου. Του Ηλία Πλατάκη, του πιερότου στη φωτογραφία, και της Εύης Μαρουλίδου, της πανέμορφης Κινέζας δεξιά στην πρώτη σειρά. Ποιος ξέρει που να ’ναι τώρα; Και αν θα θυμούνται κι εκείνοι το όνομα του δυστυχισμένου και νυσταγμένου εύζωνου υποφαινόμενου;