Το 2001 στην Ελλάδα ανακοινώθηκε κάτι σαν εθνική πολιτική για τους Τσιγγάνους. Ήταν το περίφημο «Ολοκληρωμένο πρόγραμμα δράσης για την κοινωνική ένταξη των Ελλήνων Τσιγγάνων» που ψήφισε η τότε κυβέρνηση.
Εκείνη την περίοδο εγώ ήμουν διευθυντής του Δικτύου ROM . Έτσι ονομαζόταν το όργανο που είχε συγκροτηθεί από πολλούς δήμους που είχαν στα όριά τους μεγάλο αριθμό Τσιγγάνων.
Όταν αυτό το πρόγραμμα έγινε πια πολιτική του κράτους, ξεκινήσαμε μια ομάδα ανθρώπων να περιοδεύουμε στη χώρα ως κλιμάκιο. Συμμετείχαν σε αυτό διάφορα κυβερνητικά στελέχη, εκπρόσωποι του Γραφείου Πρωθυπουργού και εγώ ως εκπρόσωπος του Δικτύου ROM. Πηγαίναμε σε διάφορες περιοχές για να ενημερώσουμε τις δημοτικές αρχές σχετικά με τις δυνατότητες που έχουν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν διάφορα πράγματα και να χρηματοδοτηθούν γι’ αυτά.
Όλο αυτό το πακέτο στη συνέχεια εξελίχθηκε με τη δημιουργία των λυόμενων οικισμών με κοντέινερ. Περιλάμβανε όμως και πολλά άλλα μέτρα και δράσεις.
Κατά την επιστροφή μας από την περιοδεία φτάνουμε σε έναν δήμο – δεν έχει σημασία να πω σε ποιον. Είναι καλοκαίρι, Ιούλιος, με καύσωνα. Συναντιόμαστε με τη δημοτική αρχή, τον δήμαρχο, έναν αντιδήμαρχο και κάποια στελέχη των υπηρεσιών, κυρίως της τεχνικής υπηρεσίας.
Κάποια στιγμή, ενώ οι εκπρόσωποι του Γραφείου Πρωθυπουργού και του Υπουργείου Εσωτερικών είναι σκυμμένοι πάνω από έναν χάρτη και συζητούν με τον δήμαρχο και την τεχνική υπηρεσία, εγώ και ο σύμβουλος ενός υπουργού καθόμαστε λίγο πιο εκεί, ούτε δυο μέτρα απόσταση από το γραφείο πάνω στο οποίο είναι απλωμένος ο χάρτης, μαζί με έναν από τους αντιδημάρχους της πόλης.
Ο αντιδήμαρχος ήταν τότε, το καλοκαίρι του 2001 ή του 2002 –δεν είμαι βέβαιος–, σίγουρα κοντά στα 70. Κουνώντας το κεφάλι και απευθυνόμενος σ’ εμένα, προφανώς χωρίς να περνάει από το μυαλό του ότι είμαι Τσιγγάνος, λέει: «Σπάτε το κεφάλι σας με τους δύστυχους, αλλά εγώ ξέρω τι πρέπει να γίνει για να λυθεί το πρόβλημα».