Δάσκαλε, πώς ήταν ο Νίκος Ρωμανός ως μαθητής;
– Πολύ καλός, περίπου σαν εσένα.
– Ήταν τόσο καλός στα μαθηματικά; (Γέλια)
– Το δυνατό του σημείο ήταν τα φιλολογικά μαθήματα, όχι όπως εσύ. Όμως άκου και το εξής. Μαθηματικά του έκανα εγώ. Ε λοιπόν ποτέ δεν χρειάστηκε να του πω κάτι δεύτερη φορά. Σ’ αυτό μοιάζετε. Και στην ευγένεια. Σε πολλά.
– Ήταν επιθετικός;
– Καθόλου!
– Ήταν δύστροπος; Ευέξαπτος;
– Όχι! Όμως γιατί ρωτάς;
– Δάσκαλε, όταν συνέβη ήμουν πολύ μικρός. Ήμουν δεν ήμουν τριών. Διάβασα για τα γεγονότα εκείνης της μέρας, νομίζω πριν από τρία χρόνια. Μου στοίχειωσαν το μυαλό. Ένα παιδί δεκαπέντε χρόνων κρατά στα χέρια του τον καλύτερό του φίλο, που μόλις είχε δεχτεί μια σφαίρα… Ο δολοφόνος λίγα μέτρα πιο κει… Και ο φίλος του να ξεψυχά στην αγκαλιά του… Όποτε σχηματίζω την εικόνα αυτή στο μυαλό μου, τρελαίνομαι. Πόση πίκρα, πόση θλίψη, πόσος θυμός θα πότισαν την ψυχή ενός δεκαπεντάχρονου… Πώς αντέχεις; Πώς κουβαλάς τέτοιο φορτίο; Εγώ δεν θα μπορούσα να αντέξω. Έτσι τουλάχιστον νιώθω.
– Έχεις δίκιο, Νικόλα. Ο συνονόματός σου έζησε στιγμές που θα συγκλόνιζαν οποιονδήποτε σε οποιαδήποτε ηλικία. Πόσο μάλλον… Ξέρεις, πάρα πολλοί άνθρωποι από τότε «κάνουν εικόνα» ό,τι περιγράφεις. Όποτε το σκέφτομαι λυγίζω. Και εξοργίζομαι. Πιάνω τον εαυτό μου ικανό να κάνει οτιδήποτε. Αν εγώ σ’ αυτή την ηλικία λέω τέτοιες κουβέντες, φαντάσου τον Νίκο Ρωμανό στην ηλικία των 15, των 16, των 17 χρόνων… Βρες μία λέξη να τον χαρακτηρίσεις. Αγρίμι; Λύκο; Λιοντάρι; Κάπως έτσι βρέθηκε στη φυλακή. Ένα λιοντάρι στο κλουβί.
– Δάσκαλε, θυμάσαι την πρώτη σας συνάντηση;
– Ναι, πολύ καλά.
– Πώς ήταν; Ποια ήταν η πρώτη σου εντύπωση;
– Ένα αγρίμι που πλημμύριζε ανθρωπιά.
– Δηλαδή;
– Ήταν πάνω από 10 χρόνια πριν. Την πρώτη ή τη δεύτερη μέρα που ήρθε στη φυλακή, ζήτησε να έρθει στο σχολείο. Ξέρεις ποιες ήταν οι πρώτες του λέξεις όταν ήρθε στο γραφείο μου;