Κάθε φορά που πλησιάζουν Χριστούγεννα αρχίζει το πλάκωμα. Κάτι σαν μια πλάκα τσιμεντένια να πιέζει το στέρνο μου. Μέρα με τη μέρα η πίεση της πλάκας μεγαλώνει. Κάθε φορά που στολίζεται ακόμη ένα μπαλκόνι η πλάκα γίνεται πιο βαριά στο στήθος μου. Δεν ήταν πάντα έτσι. Θυμάμαι, όταν ήμουν παιδί, τα Χριστούγεννα μου άρεσαν. Τα φωτάκια στα σπίτια, τα μπαλκόνια, στις πλατείες, στους δρόμους… μου άρεσαν. Η μαγεία χάθηκε όταν ξεκίνησε το ομολογουμένως γοητευτικό ταξίδι μου στην εκπαίδευση στη φυλακή.
Ο δάσκαλος, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης, οφείλει να νοιάζεται όχι μόνο για την εκπαίδευση των μαθητών του, αλλά για πολλά περισσότερα. Όπως για το πώς είναι η ζωή του μετά το σχολείο, για το αν ζει όμορφα ή όχι, για το αν έχει αγάπη ή αν κακοποιείται.
Οι δικοί μου οι μαθητές τα τελευταία πολλά χρόνια είναι κρατούμενοι. Δεν περνούν καλά μετά το σχολείο. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν δεν είναι καλές. Αλλά ακόμη κι αν ήταν τέλειες, ζουν στη φυλακή. Κι αυτό φτάνει.
Και να ήταν μόνο οι συνθήκες διαβίωσης. Τα υπόλοιπα ανθρώπινα δικαιώματα; Ποιος εγγυάται ότι προστατεύονται; Ζω πάντα με αμφιβολία για την προστασία τους και ο καθρέφτης απέναντί μου μου κλείνει το μάτι. Είναι σαν να μου λέει ότι αμφιβάλλει κι αυτός.
Έτσι λοιπόν όσο πλησιάζουν οι μέρες αυτές ζω το απόλυτο μαύρο του «μέσα» με τα χιλιάδες λαμπιόνια του «έξω». Κάπου ανάμεσα σε αυτό τον δυισμό τον πολιτισμικό –και όχι μόνο– χάθηκα και χάθηκε μέσα μου το πνεύμα των Χριστουγέννων.