Ηταν καλοκαίρι του 1998. Με ένα φιλικό ζευγάρι και τα μικρά παιδιά τους αποφασίζουμε να πάμε έτσι ξαφνικά στα Κύθηρα. Ωραία τα αυθόρμητα ταξίδια, έτσι; Δεν είχαμε την περιπέτεια στο μυαλό μας, μόνο μια μάλλον ασυλλόγιστη αισιοδοξία.
Πήραμε το καράβι από τη Νεάπολη, στην οποία για να φτάσουμε δεν ταλαιπωρηθήκαμε και λίγο, και, καθώς πια αποβιβαζόμασταν, μας πλησίασαν κάποιοι και μας ρώτησαν με έκδηλη αγωνία και ασθματική ταχύτητα στη φωνή: «Έχετε κλείσει δωμάτια;». «Όχι» απαντήσαμε με άνεση και ψυχραιμία. «Τότε γυρίστε πίσω αμέσως. Μην κατεβείτε. Μείνετε στο πλοίο, τουλάχιστον να μπορέσετε να γυρίσετε. Στο νησί δεν υπάρχει τίποτε».
Δεν εντοπίσαμε αμέσως τα συμφέροντα που ήμασταν σίγουροι ότι κρύβονταν από πίσω. Αγνοήσαμε την προειδοποίηση και ξεκινήσαμε για αναζήτηση στέγης. Ξεκινήσαμε με τους παραθαλάσσιους προορισμούς. Δωμάτιο δεν υπήρχε πουθενά. Αποφασίσαμε να ψάξουμε στην ενδοχώρα σε οποιοδήποτε χωριό, αλλά, φευ, ούτε εκεί βρισκόταν κάτι. Αναρωτιόμασταν τι στο καλό συμβαίνει. Ώσπου κάποιος μας έλυσε το μυστήριο.
Ήταν η χρονιά που προβλήθηκε ένα σίριαλ με τη Βάνα Μπάρμπα (Το τζιβαέρι), που εμείς ουδέποτε είχαμε δει. Και τα Κύθηρα έγιναν ξαφνικά περιζήτητα.
Καταλάβαμε ότι η κατάσταση ήταν πράγματι αδιέξοδη, μολονότι δεν παραιτηθήκαμε αμέσως. Άλλωστε στο μεταξύ εκτός από στέγη αναζητούσαμε και τροφή και καθώς ήμασταν σε απομονωμένα χωριά το θέμα «επιβίωση» δυσκόλευε ολοένα. Πολύ περισσότερο που είχαμε και τα παιδιά.
Ώσπου ξαφνικά ακούσαμε ένα «ναι». Δεν τολμούσαμε να πιστέψουμε ότι βρήκαμε δωμάτιο. «Βέβαια» μας είπε η νοικοκυρά, «θα σας βολέψω όλους μαζί. Έναν χώρο έχω». Μας ανέφερε και μια απίστευτη τιμή, σύμφωνη πάντως με τους νόμους της αγοράς.
Τι να κάνουμε; Δεχτήκαμε. Είπαμε, έστω για ένα βράδυ. Πηγαίνοντας στον «χώρο» μείναμε άφωνοι, αφού επρόκειτο για τον σταύλο, με όλα τα καλά του, ζώα, σανά, ακαθαρσίες και άλλα βουκολικά.