Πριν από το πρώτο Evia Film Project, την «πράσινη» δράση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης που διοργανώθηκε για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2022 στο πλαίσιο του προγράμματος για την ανασυγκρότηση και αποκατάσταση της βόρειας Εύβοιας μετά τις καταστροφικές φωτιές του 2021, δεν είχα βρεθεί ποτέ στην Αιδηψό.
Ναι, είχα επισκεφτεί πολλές φορές το νότιο και το κεντρικό κομμάτι του νησιού. Είχα φάει θαλασσινά στη Χαλκίδα. Είχα κολυμπήσει στις υπέροχες παραλίες από την πλευρά του Αιγαίου. Αλλά η Αιδηψός των ιαματικών λουτρών και των θεραπευτικών διακοπών δεν βρισκόταν ακόμη στους υποψήφιους ταξιδιωτικούς προορισμούς μου.
Όπως σχεδόν για όλους εμάς τους εργαζόμενους στο φεστιβάλ, όπως και για πολλούς από τους Έλληνες και σχεδόν για όλους τους ξένους καλεσμένους μας που έρχονταν για πρώτη φορά σε αυτή την «αχνιστή», γεμάτη θερμοπηγές πόλη της βόρειας Εύβοιας, η έκπληξη της πρώτης εκείνης γνωριμίας υπήρξε απροσδόκητα πολυδιάστατη.
Από τη μια η ρομαντική μελαγχολία μιας κάποτε λαμπρής λουτρόπολης που πληγώθηκε από την αισθητική της 70s και μετά αρχιτεκτονικής. Από την άλλη μια επαρχιακή κωμόπολη με σχεδόν «θεραπευτική» ατμόσφαιρα, ποτισμένη από τη θερινή ραστώνη και την ευεργετική ζέστη των ατμιστών νερών της.
Ήδη από την πρώτη γνωριμία, αλλά ακόμη περισσότερο μες στα χρόνια, η Αιδηψός μού αποκαλύφθηκε ως μια πόλη ιδιαιτέρως «κινηματογραφική». Ένας τόπος που μοιάζει να περιέχει πολλές στιβάδες και αποχρώσεις. Μια πόλη που η ομορφιά της αποκαλύπτεται σε όσους μπαίνουν στον κόπο να την αναζητήσουν. Μια πόλη γεμάτη ιστορίες που περιμένουν να ξεδιπλωθούν.
Ήταν το δεύτερο πρωί εκείνο το καλοκαίρι του 2021. Περίμενα στην ουρά σε έναν φούρνο, στα μέσα στενά της πόλης. Η ιδιοκτήτρια, βλέποντας το καρτελάκι του Evia Film Project στον λαιμό μου, με ρώτησε: «Είσαι εδώ για το φεστιβάλ;». Ξεκίνησε να μου μιλά με ενθουσιασμό για το θερινό Σινέ Απόλλων που ύστερα από χρόνια θα λειτουργούσε ξανά για τις προβολές μας.