Λίγο πριν μπούνε οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη, τον Απρίλη του 1941, δόθηκε η επείγουσα εντολή από την κυβέρνηση να κατεβούνε όλα τα υψηλόβαθμα υπηρεσιακά στελέχη στην Αθήνα. Ανάμεσά τους και ο πατέρας μου, που ήταν τότε διευθυντής οικονομικών υπηρεσιών. Εγώ ήμουν επτά χρόνων και ο αδελφός μου ο Πέτρος πεντέμισι.
Η εντολή έλεγε να μην έχουν μαζί τους τις οικογένειές τους. Ο πατέρας μου κατέβηκε μόνος του στο λιμάνι για να επιβιβαστεί στο πλοίο που θα τους μετέφερε. Αλλά είδε πως οι άλλοι είχαν φέρει τις οικογένειές τους. Τηλεφώνησε αμέσως στη μητέρα μου και της είπε να πάμε γρήγορα στο λιμάνι. Εκείνη μας ξύπνησε –ήταν πολύ νωρίς το πρωί και τα παιδιά ακόμη κοιμόμασταν– και κατεβήκαμε άρον άρον στο λιμάνι.
Οι πόρτες του πλοίου είχαν κλείσει και για να ανεβούμε, μας έριξαν πάνω από το πλοίο ανεμόσκαλες. Ανεβήκαμε από εκεί.
Στο πλοίο δεν είχαν καθόλου τρόφιμα. Ούτε που θυμάμαι πόσες ώρες κάναμε να φτάσουμε πεινασμένοι στη Χαλκίδα. Εκεί ο πατέρας μου είχε έναν φίλο και πήγαμε στο σπίτι του όπου μας φιλοξένησε. Η γυναίκα του μας ετοίμασε μακαρονάδα. Ήταν η πιο νόστιμη μακαρονάδα που έφαγα στη ζωή μου, ίσως γιατί, όπως λένε, το καλύτερο ορεκτικό είναι η πείνα.
Ύστερα από κάποιες μέρες –δεν θυμάμαι πόσες– πήγαμε στην Αθήνα. Εκεί μας φιλοξένησε μια ξαδέλφη της μητέρας μου, η θεία Μαριάνθη, που έμενε στην οδό Ερεσού 74. Η διεύθυνση έχει χαραχτεί στη μνήμη μου, καθώς οι γονείς μας μας έβαλαν να τη μάθουμε, ώστε αν τυχόν χαθούμε παίζοντας στη γειτονιά, να ξέρουμε τι να πούμε σε κάποιον μεγάλο για να μας βοηθήσει να επιστρέψουμε.
Ο θείος Μίνως, που είχε κατέβει κι αυτός από τη Θεσσαλονίκη έμενε στον Ωρωπό. Mας πήρε λίγες μέρες μαζί του. Ένα πρωί πήγαμε βόλτα στο λιμάνι και καθίσαμε σε κάποιο καφενείο. Μπροστά μας ήταν αραγμένο ένα μεγάλο πλοίο.