Τον Αύγουστο του 1944 ένα απόσπασμα του γερμανικού στρατού, ψάχνοντας για αντάρτες, ήρθε στο χωριό μου, στην Αμβρακιά ορεινής Αιτωλίας. Οι Γερμανοί έφτασαν στο χωριό με μεταγωγικά μουλάρια, ελαφρύ πυροβολικό και πεζούς, μέσω του γειτονικού χωριού Αργυρό Πηγάδι.
Στην είσοδο του χωριού ο παπα-Φώτης και δυο τρεις γέροντες τους περίμεναν με κίνδυνο της ζωής τους. Κρατούσαν ένα μπουκάλι τσίπουρο, λουκούμια και άσπρα μαντίλια. Παρακάλεσαν τους Γερμανούς να μην κάψουν το χωριό. Οι νέοι άντρες είχαν κρυφτεί στα γύρω βουνά. Στα σπίτια έμειναν οι γυναίκες, οι γέροι και τα παιδιά.
Οι Γερμανοί στρατοπέδευσαν στην κορυφή του χωριού. Μετά το πρώτο σοκ, εγώ –παιδί έξι χρόνων τότε– και ο φίλος μου Σωκράτης, εννέα χρόνων, καθώς τα σπίτια μας ήταν κοντά, πλησιάσαμε χωρίς κανέναν φόβο στο στρατόπεδο για να ικανοποιήσουμε την περιέργειά μας.
Οι Γερμανοί είχαν στήσει το κανόνι, ενώ είχαν δέσει τα ζώα τους στα ατρύγητα χωράφια μας. Αυτά έτρωγαν τα καλαμπόκια – μήπως δα είχαν κοπιάσει να τα καλλιεργήσουν οι ιδιοκτήτες τους; Οι στρατιώτες από την άλλη άλλοι ξεκουράζονταν. Άλλοι πλένονταν γυμνοί από τη μέση και πάνω στην κοντινή βρύση.
Ένας, θυμάμαι, ξεφλούδιζε ένα μικρό μήλο με σουγιαδάκι χωρίς να το κόψει στα τέσσερα, όπως κάναμε εμείς. Αυτό με παραξένεψε και αποτυπώθηκε στη μνήμη μου: η φλούδα κρεμόταν προς τα κάτω σαν ταινία ώσπου να τελειώσει το καθάρισμα. Αν και είδε ότι τον κοιτούσαμε, δεν μας πρόσφερε από το μήλο. Αλλά δεν μας πείραξαν κιόλας οι Γερμανοί. Μας είδαν, φαίνεται, φτωχά και κακόμοιρα. Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τους Γερμανούς.
Αργότερα κατέβηκαν στα σπίτια να ζητήσουν τρόφιμα. Από το διπλανό σπίτι άρπαξαν μια παλαιού τύπου κυψέλη –κουβέλι τη λέγαμε–, την τύλιξαν σε μια κουβέρτα, τη μετέφεραν στη βρύση, βούτηξαν την κυψέλη μες στη γεμάτη γούρνα, πνίγηκαν οι μέλισσες και έμεινε γι’ αυτούς το κερόμελο.