Ηταν Σεπτέμβρης του 1985. Μόλις είχα τελειώσει το πρώτο έτος, όταν συμμετείχα για πρώτη φορά σε ανασκαφή, στο Αποδούλου Αμαρίου. Ένα χωριουδάκι στις νοτιοδυτικές υπώρειες του Ψηλορείτη, στον νομό Ρεθύμνου.
Η ανασκαφή που ξεκίνησε εκείνη τη χρονιά ήταν μια συνεργασία του Υπουργείου Πολιτισμού και του Πανεπιστημίου της Νάπολης. Διευθυντές της ο Γιάννης Τζεδάκις και ο Louis Godart. Οι ανασκαφικές εργασίες στη θέση Γούρνες του Αποδούλου έφεραν στο φως έναν μινωικό οικισμό της εποχής των παλαιών ανακτόρων. Η έρευνα διήρκεσε, με μικρές διακοπές, για 18 περίπου ανασκαφικές περιόδους. Τα αποτελέσματά της έχουν δημοσιευτεί από την ανασκαφική ομάδα σε διάφορα επιστημονικά άρθρα.
Στο Αποδούλου με τον Λευτέρη Πλάτωνα και την Όλγα Πολυχρονοπούλου φτάσαμε ένα σκοτεινό φθινοπωρινό βράδυ. Στο πράσινο καφενείο πρωτοσυνάντησα και την Αναστασία Τζιγκουνάκη με την τριών μηνών κόρη της, τη Μαρίκα, να κοιμάται στο καροτσάκι.
Τους υπόλοιπους της ομάδας, τους Χανιώτες αρχιτεχνίτες μας –τον Σταύρο Πολυχρονάκη και τον μπαρμπα-Μήτσο Καμίτση–, τους γνώρισα την επόμενη μέρα στο γαλάζιο καφενείο. Στη συνέχεια άρχισαν να εμφανίζονται και οι Ιταλοί φοιτητές. Ο Massimo, o Carlo, o Antonio, ο Luca, o Francesco και άλλα κορίτσια και αγόρια. Μέναμε διασκορπισμένοι σε σπίτια του χωριού που δεν κατοικούνταν.
Ευτυχώς η ομάδα μας δεν έπεσε θύμα της πολιτικής πόλωσης που επικρατούσε τη δεκαετία εκείνη ανάμεσα στα δύο μεγάλα κόμματα, το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία. Στο γαλάζιο καφενείο του Αντώνη πίναμε καφέ και ρακές, στο πράσινο καφενείο του Μιχάλη, που ήταν και ο σουβλατζής του χωριού, τρώγαμε σουβλάκια και σαλάτες.
Πόσες τσικουδιές κατέβασαν κατά λάθος στις έξι το πρωί στο γαλάζιο καφενείο οι Γαλλίδες φοιτήτριες που συμμετείχαν στην ανασκαφή μέχρι η κυρία Αλεξάνδρα να καταλάβει ότι το «λίγκο νερακί παρακαλώ» δεν σήμαινε «λίγο ναι ρακί», αλλά «λίγο νεράκι».
Ο χώρος διαμονής δεν ήταν κάθε χρόνο ο ίδιος. Κάποιες χρονιές χρειάστηκε να μείνουμε σε μια αίθουσα του κοινοτικού καταστήματος.