Οσοι δουλέψαμε για χρόνια σε ανασκαφές συμφωνούμε σε πολλά: στην κούραση, τη ζέστη, στις δυσκολίες και τις κακουχίες που έχει αυτή η δουλειά. Μα και στη μαγεία της. Αλλά μαγεία δίχως «τσουκάλι» δεν υφίσταται.
Και μιας και η μοίρα τα έφερε έτσι που πλέον ασχολούμαι και ακαδημαϊκά με το αντικείμενο της μαγείας, έχοντας επιθυμήσει πολύ το ανασκαφικό πεδίο, σαν τον απόμαχο ναυτικό που κοιτάζει με νοσταλγία τη θάλασσα, θα σας αφηγηθώ το τέλος της ανασκαφής στο Ρύτιο, που ήταν εξίσου επεισοδιακό με την αρχή της, μιας και αυτή έγινε χάρη σε μια ομπρέλα από τα Τζάμπο.
Η ανασκαφή αυτή είχε σωστικό χαρακτήρα. Συνεπώς γρήγορους αλλά όχι βιαστικούς και εξαντλητικούς ρυθμούς. Δουλεύαμε πρωί και απόγευμα από τον Ιούλιο έως τον Νοέμβριο του 2007. Την αφόρητη ζέστη διαδέχτηκε ένα κρύο και βροχερό φθινόπωρο. Περνούσαμε όμως καλά. Η χημεία που είχε αναπτυχθεί μεταξύ μας βοήθησε να ολοκληρώσουμε με επιτυχία το έργο μας.
Την τελευταία μέρα επιβαλλόταν να κλείσουμε την ανασκαφή με το παραδοσιακό φαγοπότι που ονειρευόμασταν μήνες. Πότε βρέθηκε το τσουκάλι, πότε στήθηκε η παραστιά, πότε έγιναν τα ψώνια για το τραπέζι κανείς δεν κατάλαβε. Άμα θέλει κανείς όλα γίνονται. Το μενού θα ήταν ψάρια και ζυγούρι βραστό με μακαρόνια. Ούτε γάμο να είχαμε.
Οι προετοιμασίες άρχισαν αποβραδίς. Συντονιστής ήταν ο εργάτης που όλο το καλοκαίρι πάλευε τον «δαίμονα το καρότσι», όπως ο ίδιος αποκαλούσε το πολύτιμο αυτό εργαλείο της ανασκαφής. Τι να κάνουμε κι εμείς; Καφενείο είχε, ο πλέον ειδικός ήταν, ακολουθούσαμε τις οδηγίες του. Μου λέει, λοιπόν, ο Στελιανός:
– Γροίκα, [άκου] αύριο θα ’ρθετε όσοι είστε από τη χώρα [Ηράκλειο] νωρίς. Μη μου κουβαληθείτε μεσημέρι μόνο για να φάτε. Και βάστα και μια ξύστρα. Εσύ που δεν κατέχεις να κάνεις πράμα άλλο θα ξύσεις το τυρί για τα μακαρούνια. Τα άλλα είναι δική μας δουλειά.