Γεννήθηκα στην Αθήνα τον Ιούνιου του 1973. Παιδί της επανάστασης, όπως έλεγε ο πατέρας μου. Άγρια αντίσταση και μόνη άρνηση για οτιδήποτε συμβατικό όπως εξηγούσε η μητέρα μου. Μεγαλωμένη όμως μέσα σε μια κλασική μικροαστική οικογένεια των Αθηνών, τα «σωστά καμωμένα» ήταν φυτεμένα στο μυαλό μου από την γέννησή μου. Η πρώτη μου και ουσιαστική ρήξη με τα πρέπει της μητέρας μου ήταν το κέντημα.
Αφού για αυτή τα καλοκαίρια μας θα έπρεπε να κεντάμε και να διαβάζαμε υποχρεωτικά. «Για να μη τεμπελιάζει το μυαλό» όπως έλεγε. Εγώ αρνήθηκα με πείσμα να κεντώ. Διάβαζα ασταμάτητα και έπαιζα μπάλα με τα αγόρια της γειτονιάς.
Η ενηλικίωση ήρθε με το συμβιβασμό. «Μεγάλη τύχη» όπως έλεγαν γνωστοί και φίλοι. «Σίγουρη εργασία, όμορφο περιβάλλον, προοπτική για επαγγελματική ανέλιξη» το αφήγημα που καλέστηκα να υπηρετήσω. Και εντάχθηκα ξεχνώντας όνειρα, και θέλω. Η μικρή ατίθαση Διονυσία όμως, πάντα εκεί, βαθιά μέσα μου ξεπεταγόταν με θόρυβο και με έβαζε να πατάω κρυφά και σε άλλες βάρκες.
Γράφτηκα σε Γραφιστική σχολή, έκανα ένα χρόνο δημοσιογραφικές σπουδές. Παρακολουθούσα μαθήματα φωτογραφίας και παράλληλα εργαζόμουν σκληρά και με ζήλο. Γιατί αυτό ήξερα να κάνω. «Ότι κάνεις να το κάνεις σωστά και χωρίς γκρίνια».
Τα βράδια, γυρνώντας από τη δουλεία, από περιβάλλον ξένο για εμένα, άρχισα να βρίσκω παρηγοριά στο κέντημα. Ένα κομμάτι λευκό πανί γινόταν ο καμβάς ζωγραφικής μου, μέσα από τις βελονιές και τα χρώματα, ταξίδευε το μυαλό σε εικόνες και σκέψεις που δεν μπορούσα να μοιραστώ με τους υπόλοιπους.
Το κέντημα έγινε η προέκταση των χεριών μου, η φωνή που δεν έβγαινα από το στόμα μου για να εκφράσει τα άλλα σχέδια, τις άλλες απαιτήσεις που είχα από τη ζωή. Με το κέντημα τα πρωινά μου στο ανταγωνιστικό περιβάλλον του γραφείου μου, γινόταν πιο εύκολο. Ηρεμούσα η ψυχή μου και το μυαλό έμπαινε σε μια σειρά.