Το 2007 ήταν ένα μακρύ και καυτό καλοκαίρι στην Κρήτη. Συμβασιούχος ακόμη, δέχτηκα να πάω στην πεδιάδα της Μεσαράς για την παρακολούθηση του έργου διαπλάτυνσης της υφιστάμενης επαρχιακής οδού Πύργου – Ροτασίου.
Εγώ και ένας εργάτης, ο Γιώργος, είχαμε αναλάβει την παρακολούθηση ενός γιγάντιου μηχανήματος που αφαιρούσε τις επιφανειακές προσχώσεις ενός τεράστιου ρέματος. Το ρέμα πλημμύριζε συχνά, καλύπτοντας με επάλληλα παχιά στρώματα από κροκάλες και άμμο την ευρύτερη περιοχή.
Υγρασία, άμμος, σκόνη, σκορπιοί, κουνούπια, φίδια, καλάμια και αφόρητη ζέστη. Ειδυλλιακό τοπίο, εξαίσιο περιβάλλον εργασίας! Το μόνο που θύμιζε ότι βρισκόμασταν στην Κρήτη και όχι στην έρημο της Σαχάρας ήταν το εκκλησάκι του Αγίου Χαράλαμπου απέναντί μας. Κάθε μέρα έκανα την προσευχή μου να γυρίσω στο σπίτι ζωντανή.
Το μηχάνημα έβγαζε συνεχώς πέτρες, σκουπίδια, μπάζα και άμμο από την περιοχή της επικείμενης διαπλάτυνσης. Εμείς στεκόμασταν όλη μέρα στον ήλιο, έτοιμοι να λιποθυμήσουμε ανά πάσα στιγμή. Εννοείται ότι ο εξοπλισμός μας ήταν ανύπαρκτος. Μόνο ένα σκαλιδάκι είχε ο Γιώργος κι αυτό ήταν δικό του, όχι της υπηρεσίας.
Η κατάσταση ήταν απελπιστική. Κάποια στιγμή δεν άντεξα. Του ανακοίνωσα ότι δεν πήγαινε άλλο και πως, επειδή είμαι και φυσική ξανθιά και με πείραζε ο ανελέητος ήλιος, το απόγευμα θα πήγαινα στο γνωστό κατάστημα παιχνιδιών να αγοράσω μια ομπρέλα να μπούμε από κάτω για να μην πεθάνουμε. «Ξάσου» μου λέει, «κάμε ό,τι καταλαβαίνεις». Την επομένη παρουσίασα με υπερηφάνεια στον Γιώργο την ομπρέλα.