Ηθελα πάντα να έχω μια κανονική αποκριάτικη στολή. Πάντα; Όχι. Στην προσχολική ηλικία με ένα ζωγραφιστό μουστάκι κι ένα καπελάκι παριστάναμε με ελαφράδα καθημερινούς τύπους του Πειραιά· τον μάγκα, τον μανάβη, τον γέρο…
Το κακό άρχισε με το σχολείο όπου τα κορίτσια φορούσαν τυποποιημένες στολές. Γέμιζε η τάξη με αγγέλους, πριγκίπισσες και νεράιδες. Μόνο εγώ ξέμενα με το ζωγραφιστό μουστάκι και το παλιό παντελόνι του θείου Νικόλα γυρισμένο στη μέση τρεις φορές για να μη σέρνονται τα μπατζάκια.
Ένιωθα τόσο μεγάλη απόσταση από αυτές τις θεσπέσιες οπτασίες. Γύριζα στο σπίτι τσακισμένη μη μπορώντας να βγω από την πόρτα καθώς ήμουν αποκλεισμένη από μια περσόνα που επιθυμούσα. Ήταν τότε που άρχισα να ρωτώ καθημερινά τη μάνα μου τι θα ντυθώ τις επόμενες Απόκριες.
Εκείνη μου απαντούσε με ένα ποιηματάκι που το θυμόταν απ’ όταν πήγαινε σχολείο.
«Θέλεις να σου βάλω ντόμινο μακρύ,
για σπαθί μεγάλο, κούκλα μου μικρή;
Και δε θα ’ναι φως μου τάχα πιο καλά
να σε κάνω βλάχα με φλωριά πολλά;
Όχι δε μ’ αρέσεις. Δες τι σου κεντώ!
Ζώνη θα φορέσεις κι ένα τρικαντό.
Θα σ’ ευχαριστήσω! Μα τι συλλογάσαι;
Όπως κι αν σε ντύσω, μασκαράς θε να ’σαι».
Ντομινό, τρικαντό. Καθόλου δεν με καθησύχαζαν όλες αυτές οι άγνωστες λέξεις. Συνέχιζα να αγωνιώ.
Την επόμενη χρονιά η μάνα μου αποφάσισε να με «ντύσει» βλάχα με φλουριά! Βρήκε ένα μικρό κιλίμι που το μετέτρεψε σε ποδιά, ένα γυαλιστερό παπλωματάκι σε φορεσιά και ένα παλιό κολιέ για φλουριά. Κάτι ήταν, αλλά όχι το διακριτό τυποποιημένο, «κανονικό» που ποθούσα. Άσε που ντρεπόμουν όταν με ρωτούσαν τι να απαντήσω; Βλάχα; Και να ξεσπάσουν όλοι στα γέλια;
Εκείνη τη χρονιά με περίμενε και δεύτερο χτύπημα. Η Νίκη, η καλύτερή μου φίλη, είχε ντυθεί με κανονική στολή Αμαζόνας. Της την είχε στείλει ο αδελφός της από τη Γερμανία. Ένιωσα συντριβή…