Εν’ – δυο – τρία – και…».
Έτσι είναι το τυπικό μέτρημα ενός διευθυντή ορχήστρας, που ορίζει το μέτρο αλλά και την ταχύτητα της εκτέλεσης ενός μουσικού κομματιού δίνοντας με αυτό τον ακριβή τρόπο το παράγγελμα της έναρξης.
«Έν’ – δυο – τρία – και…».
Συνήθως με χαμηλή φωνή αλλά και με έντονες κινήσεις των χεριών ο μαέστρος κατανέμει ισομερώς τον χρόνο ανάμεσα στις τέσσερις μαγικές λέξεις κι έτσι οι μουσικοί της ορχήστρας έχουν απτή στα αυτιά και τα μάτια τους την ταχύτητα με την οποία καλούνται να παίξουν.
«Έν’ – δυο – τρία – και…».
Κι όμως στην περίπτωση του διευθυντή της ορχήστρας σε εκείνη την απογευματινή πρόβα κάτι δεν πήγαινε καλά. Η χρονική απόσταση από το «δυο» στο «τρία» ήταν τεράστια, ενώ το «και» ερχόταν πολύ βιαστικό και σαν να κλοτσούσε βεβιασμένα.
Κανείς από τους έμπειρους μουσικούς δεν κατάφερε να ξεκινήσει με το άτσαλα μετρημένο παράγγελμα του μαέστρου. Λογικό ήταν μετά τις ασυγχρόνιστες και ασύμπτωτες νότες των πρώτων μέτρων να ακουστεί η φωνή του: «Dacapo, dacapo… Πάμε πάλι…».
Και ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής και αυτοσυγκέντρωσης: «Έν’ – δυο – τρία – και…».
Αυτήν τη φορά, έστω και για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, το κενό ανάμεσα στο «δυο» και το «τρία» μεγάλωσε. Η ακρίβεια, που απαιτείται για το συγχρονισμένο ξεκίνημα όποιου μουσικού κομματιού, είχε πάει περίπατο και οι μουσικοί βαρούσαν στον γάμο του Καραγκιόζη.
Η διακοπή ήταν επιβεβλημένη ξανά και ο μαέστρος, σε μια προσπάθεια συγκέντρωσης, κράτησε συνοφρυωμένος για λίγα δευτερόλεπτα ψηλά τα χέρια του μέχρι να τραβήξει την προσοχή των μουσικών του.