Μια Κυριακή του περασμένου χειμώνα, λίγο μετά τις 19.30, μπήκαμε με έναν φίλο σε ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης. Αιφνιδιαστήκαμε από τον ζωντανό ήχο πιάνου που προερχόταν από το εσωτερικό μπαλκόνι του καταστήματος. Χωρίς ίχνος υπερβολής, σοκαριστήκαμε από τις εξωπραγματικές ερμηνευτικές ικανότητες του νεαρού που έπαιζε το πιάνο. Καθίσαμε λοιπόν στο μοναδικό τραπεζάκι που διέθετε το κατάστημα για να απολαύσουμε την αγγελική φωνή του. Σε κάποιο διάλειμμα της μουσικής πιάσαμε συζήτηση με τον νεαρό και του εξωτερικεύσαμε τον θαυμασμό μας. Πάνω στην κουβέντα, του εκφράσαμε την επιθυμία να ακούσουμε ένα κομμάτι του Μάρκου Βαμβακάρη.
Σημειώνω ότι οι διασκευές ρεμπέτικων κομματιών για πιάνο δεν αποτελούν ιδιαίτερη πρωτοτυπία. Η πρώτη προσέγγιση έγινε πριν από 75 χρόνια από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον πρώτο από τους λόγιους μουσικούς που αναγνώρισε την αξία του ρεμπέτικου, χαρακτηρίζοντάς το «μια τέχνη γνησίως και μοναδικά ελληνική». Μάλιστα σε μια εποχή που η αστική τάξη περιφρονούσε το ρεμπέτικο και η αστυνομία κυνηγούσε τους ρεμπέτες.
Σημειώνω επίσης ότι το πιάνο ως όργανο έκφρασης της λαϊκής μουσικής διδάσκεται πλέον στη χώρα μας σε πανεπιστημιακό επίπεδο. Εν πάση περιπτώσει ο νεαρός επέλεξε να μας αφιερώσει τα «Ματόκλαδα», μια σύνθεση του Βαμβακάρη σε διασκευή του Χατζιδάκι που είχε ερμηνεύσει η Φλέρυ Νταντωνάκη.
Το γεγονός φαίνεται να εξόργισε μια υπάλληλο του καταστήματος. Για την ακρίβεια, δεν γνωρίζω αν επρόκειτο για υπάλληλο ή προϊσταμένη ή διευθύντρια ή κόρη ή σύζυγο του αφεντικού. Σημασία όμως έχει ότι επέδειξε τοξική και αντιεπαγγελματική συμπεριφορά.
Διότι αν υπήρχε θέμα πολιτικής της επιχείρησης να μην κάθεται η πελατεία και να ακούει μουσική, θα μπορούσε να μας υποδείξει πολιτισμένα να μη δεσμεύουμε το τραπέζι για πολλή ώρα. Ή να μην ενοχλούμε τον πιανίστα εν ώρα εργασίας. Όπως βέβαια αποδείχτηκε, ακόμη και αυτό θα ήταν περιττό, διότι ύστερα από πέντε λεπτά έληγε ούτως ή άλλως η βάρδια του νεαρού.