Πριν από κάποιους μήνες μια πολύ καλή μου φίλη μου αποκάλυψε με διστακτικότητα ένα μυστικό. Ότι ο μπαμπάς της ήταν στη φυλακή για κάποια χρόνια. Μια κοπέλα από εξαιρετική οικογένεια, με εξαιρετικούς γονείς, για την οποία κανείς δεν θα φανταζόταν πως έκρυβε μια τέτοια ιστορία. Ο πατέρας της είχε κατηγορηθεί για ένα οικονομικό έγκλημα. Ύστερα από τέσσερα χρόνια κατόρθωσε να αθωωθεί και να βγει από τη φυλακή. Με συγκλόνισε η αποκάλυψη. Ήξερα τον πατέρα της, είχαμε βγει, είχα πάει σπίτι της…
Σκέφτηκα πόσο δεδομένο θεωρούμε το αγαθό της ελευθερίας και πόσο στιγματισμένοι είναι οι άνθρωποι που έχουν κάνει φυλακή. Πόσο όλοι ίσως αξίζουμε μια δεύτερη ευκαιρία και μια αξιοπρεπή ζωή όπου και να βρισκόμαστε.
Γι’ αυτό όταν ο διευθυντής του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας του Σωφρονιστικού Καταστήματος Γυναικών Ελαιώνα Θήβας μου πρότεινε να κάνουμε μια δράση, αποφάσισα χωρίς δεύτερη σκέψη να πράξω αυτό που ξέρω και αγαπώ: να ξεναγήσω. Αυτό συμβαίνει όταν το όραμα ενός ανθρώπου που ξεπερνάει το στενό πλαίσιο του δημόσιου υπαλλήλου συναντά τη δημιουργικότητα ενός άλλου.
Η δουλειά του ξεναγού όμως βασίζεται στη άμεση επικοινωνία και τη διάδραση. Μιλάς από κοντά σε ανθρώπους που αντιδρούν σε αυτά που ακούνε και προσπαθείς να διαβάσεις τις αντιδράσεις τους και να προσαρμόσεις αναλόγως την ξενάγησή σου. Πρόκειται δηλαδή για μια συνεχή διαδικασία διαμόρφωσης ενός «δια-κειμένου» που προσαρμόζεις στις συνθήκες, στο κοινό και στον χρόνο.
Πώς λοιπόν να ξεναγήσεις ανθρώπους που δεν είναι κοντά σου, των οποίων η επαφή με την πραγματικότητα είναι μέσα από μια οθόνη, όπως συμβαίνει με τις γυναίκες στη φυλακή του Ελαιώνα;