Οταν άρχισα να δουλεύω ως διπλωματούχος ξεναγός, ύστερα από δύσκολη, απαιτητική εκπαίδευση, τα συναισθήματα ήταν ανάμεικτα. Ήμουν πια επαγγελματίας.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που έπιασα το μικρόφωνο και σαράντα ζευγάρια μάτια με κοιτούσαν. Εκείνη τη στιγμή ήθελα να το βάλω στα πόδια, αλλά δεν το έκανα. Όλα όσα διδάχτηκα στη Σχολή Ξεναγών, οι μοναδικοί καθηγητές, οι ατελείωτες ώρες διδασκαλίας, οι εκπαιδευτικές εκδρομές σε όλη την Ελλάδα, οι αρχαιολογικοί χώροι, τα μουσεία ήταν δίπλα μου να με καθοδηγούν.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε… Ταξίδια, κούραση, απαιτητικοί επισκέπτες, προβλήματα, εκπτώσεις της προσωπικής μας ζωής και εγώ να συνεχίζω. Πόσες φορές σκέφτηκα να φύγω, να τα παρατήσω… Αλλά συνέχιζα. Αναρωτήθηκα γιατί. Ήταν τα χρήματα; Σίγουρα, όχι. Πέρασα πολλούς χειμώνες που μετά βίας κατάφερνα να καλύψω τα έξοδά μου. Ήταν η ελευθερία που μου πρόσφερε; Σίγουρα.
Όσο όμως περνούσαν τα χρόνια, συνειδητοποιούσα πως όσο κι αν αφοσιωνόμουν όλο και πιο πολύ αυτό θα ήμουν πάντα, ένας απλός ξεναγός. Ούτε προαγωγή ούτε αύξηση μισθού. Και στα εξήντα μου θα έπρεπε να ταξιδεύω, να λείπω συνέχεια από το σπίτι μου, την οικογένειά μου.
Τότε γιατί; Και κάθε φορά που έπιανα το μικρόφωνο το έβλεπα.