Τα τελευταία χρόνια που η γιαγιά μεγάλωνε, μεγάλωνα και εγώ. Έχουμε ένα κοινό που τώρα εντοπίζω. Τα χέρια. Μεγάλη δύναμη στα χέρια. Στηριζόμαστε στα χέρια της επιβίωσης. Όσο σκληραίνει η ζωή, σκληραίνουν κι αυτά.
Κρατώ αυτά τα τελευταία χρόνια της συνομιλίας μας.
Μια μέρα προσπάθησα να απαλύνω τις σκέψεις θανάτου λέγοντάς της πως αυτός που «φεύγει» δεν θέλει να γυρίσει ξανά. Γλυκαίνεται από το φως της ελαφρότητας. Άρα κάτι καλό υπάρχει μετά. Το σκέφτηκε σοβαρά για λίγο. Εύχομαι να είχα δίκιο.
Με ενθουσίαζε πάντα η άρθρωση, το ύφος και ο λόγος της, τόσο θεατρικά κομψός και στομφώδης. Ήξερε να λέει ιστορίες και να υπερηφανεύεται για τις παλιές τις κατακτήσεις.
Κάθε φορά επαναλάμβανε τα ίδια αλλά προσέθετε ακόμη μία πληροφορία στο παζλ του εαυτού, με τον οποίο δεν συναντήθηκα χρονικά μαζί του.
Σε μια στιγμή μεγάλης συγκίνησης μου αποκάλυψε πως στα 11 της χρόνια δήλωσε στη μητέρα της ότι προτιμούσε να πάει να γίνει υπηρέτρια και να πλένει σπίτια, παρά να επέστρεφε πίσω στο ορφανοτροφείο, από όπου το είχε σκάσει ήδη δύο φορές.
Έτσι και έγινε. Και για χρόνια έπλενε και καθάριζε σε σπίτια πλουσίων ως ψυχοκόρη – έπλενε, έπλενε… Δεν σταμάτησε ποτέ να πλένει. Τόσο πολύ που αργότερα σχεδόν κατέστρεφε και κιτρίνιζε τα ρούχα, τα αντικείμενα, τους τοίχους και τα πατώματα από το αστραφτερό της πλύσιμο, που συνοδευόταν πάντα από μουρμουρητά παραπόνων. Των δικών της; Των άλλων; Ποτέ δεν κατάλαβα.
Θυμάμαι να μου λέει για το γενναίο της σάλτο. Ήταν Απόκριες. Δούλευε υπηρέτρια σε ένα σπίτι. Μία φίλη της την είχε ξεμυαλίσει να ντυθούν μασκαράδες. Εκείνη όμως δεν είχε τίποτε να φορέσει.