Ολοι οι άνθρωποι έχουν κάποια σημεία αναφοράς, τις καταστατικές τους συντεταγμένες, πράγματα που νιώθουν βαθιά μέσα τους ότι είναι: την ιστορία τους, με μια λέξη, άσχετα αν τη βίωσαν ή όχι.
Εγώ μηχανικός δεν ξέρω αν ήθελα ποτέ να γίνω. Αστροφυσικός και κοινωνικός επιστήμονας θυμάμαι να ονειρεύομαι όταν ήμουν στην εφηβεία. Ήθελα όμως να μπω στο Πολυτεχνείο.
Ήταν πολύ βαριά αυτή η ιστορία, πολύ καταστατική για το περιβάλλον μου. Με τρέλαινε η ιδέα ότι θα γινόμουν μέρος αυτής της συγκλονιστικής παράδοσης. Έτσι το ένιωθα, ότι πραγματοποιούσα την ιστορία της οικογένειάς μου.
Ο πατέρας μου, Σωτήρης Καλαμπόκας, μπροστά από την πύλη του Πολυτεχνείου, ακριβώς 50 χρόνια πριν, την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 1973, δεύτερη μέρα της κατάληψης.
Λεπτοκαμωμένος, αμούστακος ακόμη, με τον αντίχειρα κρεμασμένο από τη ζώνη του παντελονιού, λίγο αμήχανα, μάλλον ανήσυχα, να κοιτάζει απλανώς απέναντι. 18 χρόνων.
Την Τρίτη 13 Νοεμβρίου είχε γραφτεί στο πρώτο έτος της Ανωτάτης Εμπορικής, όπως λεγόταν τότε η ΑΣΟΕΕ. Την Τετάρτη η τεράστια συνέλευση του συλλόγου φοιτητών αποφάσισε συμμετοχή στην κατάληψη και από το απόγευμα εκείνο ο πατέρας μου μπήκε στο Πολυτεχνείο.
Βγήκε τα ξημερώματα του Σαββάτου. Δεν μου έχει πει ποτέ τι έκανε εκείνες τις μέρες μες στο Πολυτεχνείο.