Το Madre Salonico ήταν ένα μέσο αναμέτρησης με τη συλλογική αυτογνωσία και τον αναστοχασμό των τραυματικών γεγονότων του Ολοκαυτώματος. Ήθελα επίσης να αναμετρηθώ με το στοίχημα της διατήρησης μιας γλώσσας που χάνεται. Μιας γλώσσας που δεν αποτέλεσε απλώς έναν επικοινωνιακό κώδικα. Αποτέλεσε την ίδια την έκφραση της ταυτότητας των Σεφαραδιτών, τη συλλογική τους ψυχή, την ίδια την ιστορία τους.
Αρχικά με εξέπληξε η πρόταση του Βίκτωρα Αρδίττη, ο οποίος σκηνοθετεί αριστοτεχνικά το έργο, να το γράψω εξολοκλήρου στα σεφαραδίτικα. Εκ των υστέρων σκέφτηκα ότι το έργο, γραμμένο στα λαντίνο (στην παράσταση θα υπάρχουν υπέρτιτλοι), θα δώσει τη δυνατότητα στους θεατές να ακολουθήσουν ευκολότερα τα βήματα της πρωταγωνίστριας Ζάνας. Και, γιατί όχι, να ταυτιστούν μαζί της.
Και αυτό γιατί στο πρόσωπό της συγκεφαλαιώνει την ταυτότητα της μετανάστριας και του θύματος του σύγχρονου ρατσισμού όσο και της επιτυχίας, της δόξας αλλά και του ανεκπλήρωτου.
Είμαι σίγουρος ότι τα τραγούδια που θα ακουστούν επί σκηνής θα αναδείξουν τις επιρροές από τις ποικίλες μουσικές παραδόσεις. Έχει φροντίσει σχετικά η εμπνευσμένη Μάρθα Μαυροειδή με το μουσικό σύνολο Σμάρι και την πολύτιμη συνδρομή του εξαιρετικού Φώτη Σιώτα. Νιώθω τυχερός. Εκτός από τους μουσικούς, τον ρόλο της Ζάνας ερμηνεύει η Ελένη Ουζουνίδου και του Ιντό ο Λεονάρδος Μπατής.
Η κοινότητα των Σεφαραδιτών είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτιστικής συνύπαρξης και αλληλεπίδρασης με διαφορετικούς πολιτισμούς.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν, γράφοντας ένα θεατρικό έργο, μπορείς να εστιάσεις στις προκλήσεις και τα οφέλη της συνύπαρξης. Αλλά και της διατήρησης της ταυτότητας από γενιά σε γενιά. Αν μπορείς να προσεγγίσεις τις συναισθηματικές αντιφάσεις που συχνά συνοδεύουν τις ιστορίες της μετανάστευσης, του εκτοπισμού. Όπως και της ελπίδας, της επιβίωσης και της αναγέννησης.