Δύο σημαντικά γεγονότα συνέβησαν τον Ιούλιο του 1988. Παντρεύτηκα στο χωριό μου με παπά (τον μακαριστό παπα-Γιάννη) και με κουμπάρα (τη Λίτσα Παρχαρίδου που δυστυχώς «έφυγε» πολλή νέα λίγα χρόνια αργότερα). Και κυκλοφόρησε το πρώτο τεύχος του περιοδικού Κόμιξ με τιμή εξωφύλλου 80 δραχμές.
Τώρα που το σκέφτομαι θα έπρεπε να είχα λειτουργήσει κερδοσκοπικά. Να είχα αγοράσει τότε δεκαπέντε με είκοσι αντίτυπα του Κόμιξ #1, να τα καταχώνιαζα κάπου και να τα έβγαζα ένα ένα στην επιφάνεια 40 χρόνια μετά. Αγόρασα όμως μόνο τρία αντίτυπα.
Το ότι κυριάρχησε μέσα μου ο αγνός συλλέκτης και όχι ο κερδοσκόπος, αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι δεν κρατούσα τα τεύχη ξεχωριστά. Τα πρώτα δέκα χρόνια τα έδενα σε σκληρόδετους δερμάτινους τόμους ανά 12 τεύχη σε επαγγελματία βιβλιοδέτη.
Θυμάμαι, είχα αναθέσει στον αδελφό μου να μου αγοράζει το Κόμιξ όσο έλειπα για σπουδές στην Αμερική.
Αν δε κάποιος ψάξει σχολαστικά στα τεύχη του περιοδικού της δεκαετίας του ’90, στη στήλη «Γράμματα στη σύνταξη», θα βρει επιστολές από κάποιον Αρχοντή Πάντσιο. Επιστολές με πληροφορίες και αναλύσεις από τον χώρο των αμερικανικών κόμικς της Ντίσνεϊ.
Πολλά χρόνια σε διάφορες ομάδες στο Facebook αρκετοί μου λένε ότι θυμούνται τα εμβριθή γράμματά μου. Όπως επίσης ότι είχε κυκλοφορήσει η φήμη πως ο Αρχοντής Πάντσιος δεν ήταν πραγματικό πρόσωπο. Κυκλοφορούσε δε η φήμη ότι ήταν επινόηση της σύνταξης του περιοδικού για να περνάει πληροφορίες στους αναγνώστες του. Όμως μάλλον το αντίστροφο συνέβαινε. Εγώ έδινα χρήσιμες πληροφορίες στη σύνταξη για όσα συνέβαιναν στον χώρο των αμερικανικών κόμικς της Ντίσνεϊ.
Ένα καλοκαίρι τους επισκέφτηκα στα γραφεία τους στον Παράδεισο στο Μαρούσι. Γνώρισα τους κύριους συντελεστές της έκδοσης του περιοδικού Κόμιξ. Μου έδειξαν τα διάφορα στάδια δημιουργίας του κάθε τεύχους. Θυμάμαι, ο αρχισυντάκτης του περιοδικού ήταν κατενθουσιασμένος και μου έλεγε ότι τα γράμματά μου τα έβαζαν σε ξεχωριστή στοίβα.