Την περίοδο της Κατοχής ο Στέλιος Ανεμοδουράς –μετέπειτα εμπνευστής, συγγραφέας και εκδότης του Μικρού Ήρωα– είχε αποτραβηχτεί με την οικογένειά του στη Σίφνο. Και αυτό γιατί ο πατέρας του, τελώνης στο επάγγελμα, είχε συντάξει ένα αιχμηρό υπόμνημα κατά του Χίτλερ.
Εκεί έζησε την περίοδο 1941-1944. Διαδραμάτισε δε έναν μικρό αντιστασιακό ρόλο. Δεν ανήκε βέβαια σε καμία οργάνωση. Υπήρχε μια τοπική ομάδα στην οποία συμμετείχαν ο Στέλιος Ανεμοδουράς, ο μπακάλης και ο φούρναρης.
Παρατηρούσαν τις κινήσεις των Γερμανών στο νησί. Στη συνέχεια τις μετέφεραν οποιεσδήποτε κινήσεις ύποπτες έβλεπαν Γερμανών που περνούσαν από το νησί τις μετέφεραν σε έναν ασυρματιστή Νεοζηλανδό ο οποίος ήταν εγκατεστημένος στο βουνό. Με τη σειρά του αυτός ενημέρωνε το Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.
Κάποια φορά είχαν προσαράξει περίπου 15 γερμανικά μεταγωγικά στο νησί. Τους ανατέθηκε λοιπόν η αποστολή να μάθουν ποιος θα ήταν ο επόμενος προορισμός τους για να τα βομβαρδίσουν.
Ο Στέλιος Ανεμοδουράς λοιπόν πήγε στο στρατόπεδο των Γερμανών και –καθώς μιλούσε ξένες γλώσσες– έπιασε συζήτηση με κάποιους Γερμανούς. Με πονηριά εκμαίευσε τη σχετική πληροφορία. Τους ρωτούσε δήθεν αδιάφορα και από τις αντιδράσεις του κατάλαβε πού θα πήγαιναν. Εάν δεν κάνω λάθος, προορισμός ήταν η Σύρος.
Αν και καρδιοχτυπώντας και κυριευμένος από τον φόβο –ήταν ένας αδυνατούλης άνθρωπος, μακριά από αυτό που έχουμε στον νου μας για το ηρωικό πρότυπο–, άντλησε τις πληροφορίες και τις μετέφερε στον σύνδεσμό τους.
Την επόμενη μέρα αυτά τα γερμανικά πλοία χτυπήθηκαν από τους συμμάχους. Η θάλασσα ξέβραζε πτώματα Γερμανών. Αυτό το γεγονός περιέγραφε πάντα με αίσθημα ενοχής. Καταλάβαινε πόσο άδικος είναι ο πόλεμος. Ένιωθε ότι εξαιτίας της πληροφορίας που έδωσε χάθηκαν τόσες ζωές – και αυτοί που πέθαναν είχαν οικογένειες. Αλλά δυστυχώς αυτός είναι ο νόμος του πολέμου.